Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
absorber /ˈʃɒk.əbˌzɔː.bər/ = NOUN: αψέντι, αψίνθιο, αψίνθος

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
actually /ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά; USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
advanced /ədˈvɑːnst/ = ADJECTIVE: προχωρημένος, ανώτερος; USER: προηγμένες, προηγμένων, προχωρημένο, advanced, προηγμένη

GT GD C H L M O
advised /ˌɪl.ədˈvaɪzd/ = VERB: συμβουλεύω, προειδοποιώ, πληροφορώ, ειδοποιώ, παραίνω; USER: συνιστάται, συμβούλευσε, ενημέρωσε, συμβουλεύονται, ενημερωθεί

GT GD C H L M O
affects /əˈfekt/ = VERB: επηρεάζω, επιδρώ, προσβάλλω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι; USER: επηρεάζει, πλήττει, επηρεάζει την, επηρεάζουν, προσβάλλει

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
agencies /ˈeɪ.dʒən.si/ = NOUN: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, ενέργεια, παράγων, μέσο; USER: υπηρεσίες, οργανισμούς, οργανισμών, οργανισμοί, γραφεία

GT GD C H L M O
aided /ād/ = VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, με τη βοήθεια, τη βοήθεια, ενισχυόμενο, υποβοηθείται

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
alt /ˈælt.kiː/ = USER: alt, ύψος

GT GD C H L M O
alternate /ˈɒl.tə.neɪt/ = ADJECTIVE: εναλλασσόμενος, αλληλοδιάδοχος; VERB: εναλλάσσω, εναλλάσομαι; USER: αναπληρωματικό, αναπληρωματικών, αναπληρωματικού, εναλλακτική, αναπληρωτή

GT GD C H L M O
alternative /ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο; ADJECTIVE: εναλλακτικός, εναλλάκτεος; USER: εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών

GT GD C H L M O
alternatively /ôlˈtərnətivlē/ = USER: εναλλακτικά, εναλλακτικώς, επικουρικώς

GT GD C H L M O
alternatives /ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο; USER: εναλλακτικές λύσεις, εναλλακτικών λύσεων, εναλλακτικές, εναλλακτικών, εναλλακτικά

GT GD C H L M O
am /æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
anyway /ˈen.i.weɪ/ = ADVERB: οπωσδήποτε, πάντως; USER: οπωσδήποτε, πάντως, Τέλος πάντων, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
archived /ˈɑː.kaɪv/ = USER: αρχειοθετημένα, αρχειοθετούνται, αρχειοθετηθεί, αρχειοθετηθούν, αρχειοθετημένο

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
arm /ɑːm/ = NOUN: μπράτσο, βραχιόνας; VERB: οπλίζω; USER: μπράτσο, βραχίονα, χέρι, βραχίονας, σκέλος, σκέλος

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
aspects /ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις; USER: πτυχές, θέματα, πτυχών, τις πτυχές, πτυχές που

GT GD C H L M O
ass /æs/ = NOUN: γάιδαρος, κώλος, όνος; USER: γάιδαρος, κώλος, κώλο, τον κώλο, ass

GT GD C H L M O
assembly /əˈsem.bli/ = NOUN: συνέλευση, συνδεσμολογία; USER: συνέλευση, Συνέλευσης, συγκρότημα, συναρμολόγηση, συναρμολόγησης

GT GD C H L M O
associated /əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι; USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attract /əˈtrækt/ = VERB: προσελκύω, έλκω, προσελκείω; USER: προσέλκυση, προσελκύσουν, προσελκύουν, προσελκύσει, την προσέλκυση

GT GD C H L M O
august /ɔːˈɡʌst/ = ADJECTIVE: σεβάσμιος; USER: Αύγουστος, Αυγ., Αύγ., Αύγουστο, Αυγ

GT GD C H L M O
average /ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος; VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω; USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο

GT GD C H L M O
b = NOUN: σι; USER: σι, β,

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
badass /ˈbadˌas/ = USER: badass, κακό κορίτσι, γαμώ

GT GD C H L M O
balloon /bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο; USER: μπαλόνι, αερόστατο, μπαλονιού, μπαλόνια, μπαλονιών

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
basically /ˈbeɪ.sɪ.kəl.i/ = ADVERB: βασικά, βασικώς; USER: βασικά, ουσιαστικά, βάση, κατά βάση, κυρίως

GT GD C H L M O
basis /ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή; USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση

GT GD C H L M O
bass /beɪs/ = NOUN: μπάσσο, ψάθα, φιλύρα; ADJECTIVE: βαθύφωνος; USER: μπάσσο, μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου

GT GD C H L M O
basses /bās/ = NOUN: μπάσσο, ψάθα, φιλύρα; USER: μπάσα, Basses, πέρκες, τα μπάσα, Βάσσες,

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
behind /bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος; USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν

GT GD C H L M O
being /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι

GT GD C H L M O
bella = USER: bella, Μπέλλα, Το Bella, Μπέλα,

GT GD C H L M O
below /bɪˈləʊ/ = PREPOSITION: κάτω; ADVERB: παρακάτω, κάτω, κάτωθι, κάτωθεν, από κάτω; USER: κάτω, παρακάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω, πιο κάτω

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
bigger /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος; USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
bill /bɪl/ = NOUN: νομοσχέδιο, λογαριασμός, τιμολόγιο, χαρτονόμισμα, γραμμάτιο, πρόγραμμα, ράμφος πτηνού, επίσημο έγγραφο, μεσαιωνικό δόρυ με λόγχη και πελέκι; VERB: τοιχοκολλώ διαφημιστικές αφίσες, στέλνω λογαριασμό; USER: νομοσχέδιο, λογαριασμός, λογαριασμό, λογαριασμού, νομοσχεδίου

GT GD C H L M O
black /blæk/ = NOUN: μαύρος, αράπης, Νέγρος; ADJECTIVE: μαύρος, σκοτεινός, μαυρισμένος, άσχημος, άγριος, δυσοίωνος; VERB: μουτζουρώνω, αμαυρώνω, δυσφημώ; USER: μαύρος, μαύρο, μαύρη, μαύρα, μαύρες

GT GD C H L M O
blue /bluː/ = ADJECTIVE: μπλε, γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μελαγχολικός, κακόκεφος, άκεφος, δύσθυμος; NOUN: λουλάκι; USER: μπλε, γαλάζιο, blue, γαλάζια, μπλε του

GT GD C H L M O
bogus /ˈbəʊ.ɡəs/ = NOUN: ψευδής, κίβδηλος; ADJECTIVE: ψεύτικος; USER: ψευδής, ψεύτικος, ψεύτικες, ψεύτικο, ψευδείς

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
bottom /ˈbɒt.əm/ = NOUN: κάτω μέρος, πυθμένας, βάθος; USER: κάτω μέρος, πυθμένας, κάτω, πυθμένα, bottom

GT GD C H L M O
brand /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand

GT GD C H L M O
brief /briːf/ = ADJECTIVE: σύντομος, βραχύς; NOUN: περίληψη; VERB: συνοψίζω; USER: σύντομος, σύντομη, σύντομο, συνοπτική, σύντομες

GT GD C H L M O
bring /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει

GT GD C H L M O
build /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
bypass /ˈbaɪ.pɑːs/ = NOUN: πλάγια οδός, πάροδος, παρακαμπτήριος οδός; USER: παρακάμψει, bypass, παράκαμψη, παράκαμψης, παρακάμπτουν

GT GD C H L M O
cad /kæd/ = NOUN: παληάνθρωπος, παλιοτόμαρο; USER: CAD, Κατεβαστε, Κατεβαστε το, τεχνολογια cad, Λήψη

GT GD C H L M O
calculate /ˈkæl.kjʊ.leɪt/ = VERB: υπολογίζω, λογαριάζω; USER: υπολογισμό, υπολογίσει, τον υπολογισμό, υπολογίζει, υπολογίζουν

GT GD C H L M O
calculated /ˈkalkyəˌlāt/ = VERB: υπολογίζω, λογαριάζω; USER: υπολογίζεται, υπολογίζονται, υπολογίστηκε, υπολογιστεί, που υπολογίζεται

GT GD C H L M O
calculation /ˌkæl.kjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: λογαριασμός, υπολογίσμος; USER: υπολογισμός, υπολογισμό, υπολογισμού, τον υπολογισμό, υπολογισμού που

GT GD C H L M O
calculations /ˌkæl.kjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: λογαριασμός, υπολογίσμος; USER: υπολογισμοί, υπολογισμούς, υπολογισμών, οι υπολογισμοί, τους υπολογισμούς

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
came /keɪm/ = USER: ήρθε, ήρθαν, προήλθε, κατέληξε, τέθηκε

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
car /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο

GT GD C H L M O
caring /ˈkeə.rɪŋ/ = VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, φροντίδας, τη φροντίδα, φροντίζουν, η φροντίδα

GT GD C H L M O
carton /ˈkɑː.tən/ = NOUN: χαρτοκιβώτιο, χαρτόκουτο, λεπτό χαρτόνι; USER: χαρτοκιβώτιο, χαρτόκουτο, κουτί, χάρτινα κουτιά, χαρτόνι

GT GD C H L M O
cat /kæt/ = NOUN: γάτα, γάτος; USER: γάτα, γάτας, cat, γατών, κατ.

GT GD C H L M O
catheter /ˈkaTHədər/ = NOUN: καθετήρας; USER: καθετήρας, καθετήρα, του καθετήρα, καθετήρος, καθετήρα που,

GT GD C H L M O
cattle /ˈkæt.l̩/ = NOUN: βοοειδή, βόδια, κτήνη, ζωντανά; USER: βοοειδή, βοοειδών, τα βοοειδή, ζώων, των βοοειδών

GT GD C H L M O
cells /sel/ = NOUN: κύτταρο, κελί, στοιχείο, κελλίο, πυρήνας, οικίσκος; USER: κύτταρα, κυττάρων, κελιά, τα κύτταρα, κύτταρα του

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
changed /tʃeɪndʒd/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: άλλαξε, αλλάξει, άλλαξαν, αλλάζει, μεταβληθεί

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
check /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη

GT GD C H L M O
choice /tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή

GT GD C H L M O
chose /tʃəʊz/ = VERB: πνίγομαι, στραγγαλίζω, πνίγω, ασφυκτιώ; NOUN: εμφράκτης; USER: επέλεξε, επιλέξαμε, επέλεξαν, διάλεξε, επιλέξατε

GT GD C H L M O
click /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί

GT GD C H L M O
close /kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον; VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω; NOUN: λήξη, τέλος, πέρας; ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος; USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε

GT GD C H L M O
code /kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα; VERB: κρυπτογραφώ; USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού

GT GD C H L M O
color /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία; ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός; VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα; USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comes /kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
completely /kəmˈpliːt.li/ = ADVERB: εντελώς, τελείως, ολότελα; USER: εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη

GT GD C H L M O
compliance /kəmˈplaɪ.əns/ = NOUN: συμμόρφωση, ενδοτικότητα, υποταγή, υποχωρητικότης; USER: συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, σύμφωνα, τη συμμόρφωση

GT GD C H L M O
component /kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος; ADJECTIVE: συνθετικός; USER: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, στοιχείο, συστατικού

GT GD C H L M O
components /kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος; USER: εξαρτήματα, συνιστώσες, συστατικά, στοιχεία, εξαρτημάτων

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
concept /ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα; USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της

GT GD C H L M O
configuration /kənˌfɪɡ.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διαμόρφωση, σύνθεση, σχηματισμός; USER: διαμόρφωση, διαμόρφωσης, διάταξη, ρυθμίσεων, ρύθμιση

GT GD C H L M O
configurations /kənˌfɪɡ.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διαμόρφωση, σύνθεση, σχηματισμός; USER: διαμορφώσεις, συνθέσεις, διαμορφώσεων, συνθέσεις του, συνθέσεων

GT GD C H L M O
configurator /kənˌfɪɡ.əˈreɪ.ʃən/ = USER: διαμορφωτή, Διαμορφωτής, του διαμορφωτή, Configurator, το διαμορφωτή,

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
copied /ˈkɒp.i/ = VERB: αντιγράφω; USER: αντιγραφεί, αντιγραφή, αντιγράφονται, αντιγραφούν, αντιγράφεται

GT GD C H L M O
copy /ˈkɒp.i/ = NOUN: αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγραφή, κόπια, ύλη; VERB: αντιγράφω; USER: αντιγράψετε, αντιγραφή, αντιγράψτε, αντίγραφο, αντιγράψει, αντιγράψει

GT GD C H L M O
correct /kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής; VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ; USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει

GT GD C H L M O
cost /kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο; VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ; USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους

GT GD C H L M O
costing /ˈkɒs.tɪŋ/ = NOUN: κοστολόγηση; USER: κοστολόγηση, κοστίζει, κοστολόγησης, κοστίζουν, κόστος

GT GD C H L M O
costings /ˈkɒs.tɪŋ/ = NOUN: κοστολόγηση; USER: κοστολόγηση, κοστολογήσεις, κοστολόγηση με, τις κοστολογήσεις, κοστολογήσεις που,

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
country /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος; USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες

GT GD C H L M O
cover /ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη; VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ; USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν

GT GD C H L M O
covering /ˈkʌv.ər.ɪŋ/ = NOUN: κάλυμμα, επίστρωση, σκέπασμα; USER: καλύπτοντας, που καλύπτει, καλύπτουν, καλύπτει, που καλύπτουν

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
created /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε

GT GD C H L M O
creates /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργεί, δημιουργούν, δημιουργείται, προκαλεί

GT GD C H L M O
creating /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας

GT GD C H L M O
cross /krɒs/ = NOUN: σταυρός, διασταύρωση; ADJECTIVE: διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός; VERB: διασχίζω, περνώ, σταυρώνω, διασταυρώνω, εμποδίζω, περνώ απέναντι; USER: σταυρός, διασταύρωση, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει

GT GD C H L M O
current /ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους; ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών; USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή

GT GD C H L M O
custom /ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος; USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
customize /ˈkʌs.tə.maɪz/ = USER: προσαρμόσετε, να προσαρμόσετε, προσαρμογή, προσαρμόσετε το, προσαρμόσετε τις

GT GD C H L M O
cycle /ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα; VERB: ποδηλατώ, κάνω ποδήλατο; USER: κύκλος, κύκλου, κύκλο, του κύκλου, τον κύκλο

GT GD C H L M O
d /əd/ = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
dash /dæʃ/ = NOUN: παύλα, εξόρμηση, ορμή, στάλα, προσθήκη, έφοδος, αγώνας δρόμου; VERB: τσακίζω, ρίπτω, ρίπτομαι, συντρίβω, ορμώ, εκσφενδονίζω, τινάζομαι, διαβολοστέλνω; USER: παύλα, εξόρμηση, ταμπλό, dash, εξόρμησης

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
database /ˈdeɪ.tə.beɪs/ = NOUN: βάση δεδομένων; USER: βάση δεδομένων, βάσης δεδομένων, δεδομένων, βάση, βάσεων δεδομένων

GT GD C H L M O
date /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού; USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που

GT GD C H L M O
dates /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; USER: ημερομηνίες, ημερομηνιών, τις ημερομηνίες, ημερομηνίες που

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
decide /dɪˈsaɪd/ = VERB: αποφασίζω, κρίνω, καθορίζω, αποφαίνομαι; USER: αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, να αποφασίσει, αποφασίσουν, αποφασίσουν

GT GD C H L M O
definition /ˌdef.ɪˈnɪʃ.ən/ = NOUN: ορισμός, σαφήνεια, καθαρότητα; USER: ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, ευκρίνειας

GT GD C H L M O
delete /dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω; USER: διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, διαγραφεί

GT GD C H L M O
delivery /dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας; USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή

GT GD C H L M O
depending /dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι; USER: ανάλογα, ανάλογα με, αναλόγως, εξαρτώνται, εξαρτώνται

GT GD C H L M O
description /dɪˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: περιγραφή, τύπος; USER: περιγραφή, περιγραφη, περιγραφής, Περιγραφή Το

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
designing /dɪˈzaɪ.nɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, σχεδίασμα; ADJECTIVE: υστερόβουλος, πανούργος, δολόπλοκος, ραδιούργος; USER: σχεδιασμό, το σχεδιασμό, σχεδίαση, τον σχεδιασμό, σχεδιάζοντας

GT GD C H L M O
detail /ˈdiː.teɪl/ = NOUN: λεπτομέρεια, απόσπασμα; VERB: ξεχωρίζω για υπηρεσία, ορίζω, διηγούμαι λεπτομερώς; USER: λεπτομέρεια, λεπτομερώς, λεπτομέρειες, αναλυτικά, λεπτομερέστερα

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
doing /ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο; ADJECTIVE: πράττων; USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
done /dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος; USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
drawing /ˈdrɔː.ɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, τράβηγμα, σχεδιάγραμμα, ιχνογραφία; USER: σχέδιο, κατάρτιση, την κατάρτιση, εκπόνηση, αντλώντας

GT GD C H L M O
drawings /ˈdrɔː.ɪŋ/ = NOUN: αναλήψεις; USER: αναλήψεις, σχέδια, σχεδίων, τα σχέδια, σχήματα

GT GD C H L M O
drill /drɪl/ = NOUN: τρυπάνι, δράπανο, άσκηση, αυλάκι για σπορά, χοντρό ύφασμα; VERB: γυμνάζω, γυμνάζομαι, ασκώ, τρυπώ, τρυπανίζω; USER: τρυπάνι, διάνοιξη, ανοίξτε, τρυπήστε, τρυπήσετε

GT GD C H L M O
driven /ˈdrɪv.ən/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; USER: οδηγείται, με γνώμονα, οδηγούνται, καθοδηγείται, κινούνται

GT GD C H L M O
drives /ˈdraɪ.vər/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: Δίσκοι, drives, μονάδες, δίσκους, κάλλους

GT GD C H L M O
due /djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος; USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
earlier /ˈɜː.li/ = ADVERB: πρωτύτερα, αρχύτερα; USER: νωρίτερα, Προγενέστερες, προηγούμενη, προηγουμένως, προηγούμενες, προηγούμενες

GT GD C H L M O
effect /ɪˈfekt/ = NOUN: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ενέργεια, πράξη, εφφέ, εντύπωση, σκοπός; VERB: κατορθώνω, επιτελώ; USER: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ισχύος, ισχύ

GT GD C H L M O
either /ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε; PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος; USER: είτε, ούτε, είτε να

GT GD C H L M O
electronic /ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός; USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
element /ˈel.ɪ.mənt/ = NOUN: στοιχείο; USER: στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, στοιχείο για

GT GD C H L M O
elements /ˈel.ɪ.mənt/ = NOUN: στοιχεία; USER: στοιχεία, στοιχείων, τα στοιχεία, στοιχεία που

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
engineer /ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός; VERB: σχεδιάζω; USER: μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί

GT GD C H L M O
engineered /ˌenjəˈni(ə)r/ = VERB: σχεδιάζω; USER: μηχανικής, μηχανική, κατασκευασμένο, κατασκευαστεί, σχεδιαστεί

GT GD C H L M O
engineering /ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enough /ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά; ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος; USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί

GT GD C H L M O
entry /ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση; USER: είσοδος, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου

GT GD C H L M O
erp = USER: erp, ΕΑΙ

GT GD C H L M O
estimate /ˈes.tɪ.meɪt/ = NOUN: εκτίμηση, υπολογισμός, προϋπολογισμός; VERB: υπολογίζω, εκτιμώ; USER: εκτίμηση, εκτιμούν, εκτιμηθεί, εκτιμήσει, την εκτίμηση

GT GD C H L M O
estimated /ˈes.tɪ.meɪt/ = VERB: υπολογίζω, εκτιμώ; USER: εκτιμάται, υπολογίζεται, εκτιμάται ότι, εκτιμώμενη, εκτιμηθεί

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
everywhere /ˈev.ri.weər/ = ADVERB: παντού, πανταχού; USER: παντού, κόσμο, οπουδήποτε, πανταχού

GT GD C H L M O
exactly /ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς; USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
examples /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα

GT GD C H L M O
existing /ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων

GT GD C H L M O
expand /ɪkˈspænd/ = VERB: διαστέλλω, εξαπλώνω, εξαπλώνομαι; USER: επεκτείνουν, επέκταση, να επεκτείνουν, την επέκταση, επεκτείνει

GT GD C H L M O
expires /ɪkˈspaɪər/ = VERB: εκπνέω, λήγω; USER: λήξη, λήγει, λήξει, εκπνέει, λήξη της

GT GD C H L M O
expiring /ɪkˈspaɪər/ = VERB: εκπνέω, λήγω; USER: λήγει, που λήγει, η οποία λήγει, λήγουν, οποία λήγει

GT GD C H L M O
expiry /ɪkˈspaɪə.ri/ = NOUN: λήξη; USER: λήξη, λήξης, τη λήξη, εκπνοή, λήξεως

GT GD C H L M O
explain /ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω; USER: εξηγήσει, να εξηγήσει, εξηγούν, εξηγήσουν, εξηγεί

GT GD C H L M O
extended /ɪkˈsten.dɪd/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι; USER: Εκτεταμένη, εκτεταμένο, παρατεταμένη, όλο, όλο το

GT GD C H L M O
exterior /ɪkˈstɪə.ri.ər/ = ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερική όψη; USER: εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικά, εξωτερικές

GT GD C H L M O
exteriors /ˌikˈstirēər/ = NOUN: εξωτερική όψη; USER: εξωτερικούς χώρους, εξωτερικοί χώροι, εξωτερικών χώρων, χώροι Εξωτερικοί χώροι, Εξωτερικοί χώροι Εξωτερικοί,

GT GD C H L M O
external /ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός; USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής

GT GD C H L M O
extremely /ɪkˈstriːm.li/ = ADVERB: επακρώς; USER: εξαιρετικά, είναι εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, άκρως

GT GD C H L M O
facilitate /fəˈsɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: διευκολύνω, ευκολύνω; USER: διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκολυνθεί η, διευκολύνει, διευκόλυνση

GT GD C H L M O
facilitating /fəˈsɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: διευκολύνω, ευκολύνω; USER: διευκολύνοντας, διευκόλυνση της, διευκόλυνση, τη διευκόλυνση, διευκολύνει

GT GD C H L M O
falls /fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο; VERB: πέφτω; USER: πτώσεις, πτώσεων, Falls, πέφτει, Καταρράκτες

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
fed /fed/ = VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ; USER: τρέφονται, τροφοδοτούνται, τροφοδοτείται, που τρέφονται, τρέφονται με

GT GD C H L M O
fewer /fyo͞o/ = USER: λιγότερα, λιγότερες, λιγότεροι, λιγότερων, λιγότερους

GT GD C H L M O
field /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο

GT GD C H L M O
file /faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος; VERB: λιμάρω, ρινίζω, αρχειοθέτω, ταξινομώ αρχεία, βαδίζω κατά σειρά; USER: αρχείο, αρχείου, αρχείων, το αρχείο, φάκελο

GT GD C H L M O
files /faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος; USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που

GT GD C H L M O
filter /ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο; VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω; USER: φίλτρο, φιλτράρισμα, φιλτράρετε, φιλτράρουν, φιλτράρει

GT GD C H L M O
filtrate /ˈfɪl.treɪt/ = NOUN: διήθημα; VERB: διυλίζω, σουρώνω; USER: διήθημα, διηθήματος, διηθημα

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
fine /faɪn/ = NOUN: πρόστιμο, χρηματική ποινή, πρόστημο; ADVERB: ωραία; ADJECTIVE: λεπτός, ωραίος, έξοχος, κομψός; VERB: επιβάλλω; USER: πρόστιμο, ωραία, προστίμου, λεπτή, χαρά

GT GD C H L M O
finished /ˈfɪn.ɪʃt/ = ADJECTIVE: πεπερασμένος, τετελεσμένος, τέλειος; USER: τελικού, τελικό, τελικών, ετοίμων, τελικά

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
fits /fit/ = VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω; NOUN: σπασμός, παροξυσμός; USER: ταιριάζει, προσαρμόζεται, χωράει, ταιριάζει με, εντάσσεται

GT GD C H L M O
fitted /ˈfɪt.ɪd/ = VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω; USER: τοποθετηθεί, εφοδιασμένα, τοποθετούνται, εξοπλισμένο, εξοπλισμένα

GT GD C H L M O
flat /flæt/ = NOUN: διαμέρισμα, ύφεση, διαμέρισμα δωμάτιων, πεδιάς; ADJECTIVE: επίπεδα, επίπεδος, ισόπεδος, ανούσιος, σιμός, αμβλύς; USER: διαμέρισμα, επίπεδα, επίπεδος, επίπεδης, επίπεδη

GT GD C H L M O
flow /fləʊ/ = NOUN: ροή, εκροή, ρεύση, ρους; VERB: ρέω, κυλώ; USER: ροή, ροής, της ροής, ροή του, τη ροή

GT GD C H L M O
folks /fəʊk/ = NOUN: άνθρωπος; USER: λαοί, οι λαοί, παιδιά, λαούς, τους λαούς

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forex = USER: forex, συναλλάγματος, ξενου,

GT GD C H L M O
forth /fɔːθ/ = ADVERB: εμπρός, έξω; USER: εμπρός, καθεξής, ορίζονται, πίσω, εκτίθενται

GT GD C H L M O
found /faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω; USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε

GT GD C H L M O
free /friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα; ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος; VERB: ελευθερώνω; USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς

GT GD C H L M O
frequently /ˈfriː.kwənt.li/ = ADVERB: συχνά, τακτικά; USER: συχνά, Συχνές, Συνήθεις, συχνότερα, συχνότητα

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
function /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία

GT GD C H L M O
further /ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον; ADJECTIVE: απώτερος; VERB: προάγω; USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες

GT GD C H L M O
gain /ɡeɪn/ = NOUN: κέρδος, ωφέλεια; VERB: κερδίζω, αποκτώ; USER: κέρδος, αποκτήσουν, κερδίσει, κερδίσουν, αποκτήσει

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
generate /ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ; USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει

GT GD C H L M O
given /ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος; USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
going /ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός; ADJECTIVE: πηγαιμός; USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει

GT GD C H L M O
gonna /ˈɡə.nə/ = USER: θα κρατήσει

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
handling /ˈhænd.lɪŋ/ = ADJECTIVE: χειριζόμενος; USER: χειρισμό, χειρισμού, το χειρισμό, χειρισμός, χειρισμό των

GT GD C H L M O
happens /ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω; USER: συμβαίνει, συμβεί, που συμβαίνει, θα συμβεί, γίνεται, γίνεται

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
hello /helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός; VERB: χαιρετώ; USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hey /heɪ/ = INTERJECTION: Γειά!; USER: γειά, hey, Έι, Γεια σου, Ει

GT GD C H L M O
highlight /ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: αποκορύφωμα; VERB: δίδω έμφασιν; USER: επισημάνετε, τονίζουν, υπογραμμίζουν, τονίσει, επισημάνω

GT GD C H L M O
hip /hɪp/ = NOUN: ισχίο, γόφος; USER: ισχίο, Hip, ισχίου, Γοφοί, χοπ

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
hopefully /ˈhəʊp.fəl.i/ = USER: ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουμε ότι, ευελπιστούμε, ελπίζω να

GT GD C H L M O
house /haʊs/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος, βουλή; VERB: στεγάζω, εστιώ; USER: σπίτι, κατοικία, οικία, σπιτιού, το σπίτι, το σπίτι

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
identify /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω; USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
illustrate /ˈɪl.ə.streɪt/ = VERB: διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ; USER: απεικονίζουν, επεξηγούν, περιγράφουν, δείχνουν, παρουσιάζουν

GT GD C H L M O
impasse /æmˈpæs/ = VERB: μεταδίδω

GT GD C H L M O
implement /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος; VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
implemented /ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή

GT GD C H L M O
implications /ˌɪm.plɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: υπαινιγμός, ενοχή, συμπερασμός, ενοχοποίηση; USER: επιπτώσεις, συνέπειες, συνεπειών, τις επιπτώσεις, επίπτωση

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
imported /ɪmˈpɔːt/ = ADJECTIVE: εισαγόμενος; USER: εισαγόμενα, εισάγονται, που εισάγονται, εισαγόμενων, εισάγεται

GT GD C H L M O
imports /ˌpær.ə.lel ˈɪm.pɔːts/ = NOUN: εισαγωγή, σημασία, εισαγόμενο εμπόρευμα, σπουδαιότητα; USER: εισαγωγές, οι εισαγωγές, εισαγωγών, των εισαγωγών, τις εισαγωγές

GT GD C H L M O
improvements /ɪmˈpruːv.mənt/ = NOUN: βελτίωση, πρόοδος, καλυτέρευση; USER: βελτιώσεις, βελτιώσεων, βελτίωση, βελτίωσης, βελτιώσεις που

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
increase /ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση; VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
inside /ɪnˈsaɪd/ = ADVERB: μέσα, εντός, απομέσα; ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε

GT GD C H L M O
instances /ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη; USER: περιπτώσεις, παρουσίες, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
interested /ˈɪn.trəs.tɪd/ = ADJECTIVE: ενδιαφερόμενος; USER: ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενα, τα ενδιαφερόμενα, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερομένων, ενδιαφερομένων

GT GD C H L M O
interface /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης

GT GD C H L M O
interfaces /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: διεπαφές, διασυνδέσεις, διεπαφών, interfaces, διασυνδέσεων

GT GD C H L M O
internal /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό

GT GD C H L M O
internally /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADVERB: εσωτερικώς; USER: εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
introduced /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισήγαγε, εισάγεται, θεσπίστηκε, εισήχθη, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
invoiced /ˈɪn.vɔɪs/ = VERB: τιμολογώ; USER: τιμολογούνται, τιμολογείται, τιμολογηθεί, τιμολογήθηκαν, τιμολογίου

GT GD C H L M O
involve /ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω; USER: συνεπάγονται, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, συμμετοχή, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
involvement /ɪnˈvɒlv.mənt/ = NOUN: περιπλοκή; USER: συμμετοχή, η συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, εμπλοκή

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
item /ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα; USER: είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, προϊόν

GT GD C H L M O
items /ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα; USER: στοιχεία, αντικείμενα, αντικειμένων, είδη, τα στοιχεία

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
itself /ɪtˈself/ = PRONOUN: εαυτό, αυτό κάθε αυτό; USER: εαυτό, ίδια, ίδιο, η ίδια, μόνη

GT GD C H L M O
job /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος; USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας

GT GD C H L M O
jobs /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; USER: θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, θέσεις, εργασίας, εργασίες

GT GD C H L M O
joint /dʒɔɪnt/ = NOUN: άρθρωση, αρμός, κλείδωση, τεμάχιο κρέατος, μέγα τεμάχιο κρέατος, καταγώνιο, καταγώγιο, τρώγλη; ADJECTIVE: συλλογικός, συντονισμένος, συνδεδεμένος εκ κοινού, συνδυασμένος; VERB: προσαρμόζω; USER: άρθρωση, κοινή, κοινού, κοινής, κοινές

GT GD C H L M O
jul /dʒʊˈlaɪ/ = USER: Ιούλιος, Ιούλιο, Ιουλ, Ιούλης, Ιούλ

GT GD C H L M O
july /dʒʊˈlaɪ/ = NOUN: Ιούλιος, Αλωνάρης; USER: Ιούλιος, Ιουλ., Ιούλ., Ιούλη, Ιουλ

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
k = ABBREVIATION: μεγάλο; USER: l, ιβ, αριθ. L, Ι, λίτρο

GT GD C H L M O
keep /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
keyed /ˌkiːdˈʌp/ = VERB: τονίζω; USER: πληκτρολογηθεί, πληκτρολογήσει, σφηνώνεται, ειδική σήμανση, ειδική σήμανση για

GT GD C H L M O
label /ˈleɪ.bəl/ = NOUN: επιγραφή, μάρκα, επίγραμμα, τικέτα; VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω; USER: επιγραφή, ετικέτα, σήμα, ετικέτας, σήματος

GT GD C H L M O
labeling /ˈleɪ.bəl/ = NOUN: τιτλοφόρηση; USER: επισήμανση, επισήμανσης, σήμανση, την επισήμανση, σήμανσης

GT GD C H L M O
landscape /ˈlænd.skeɪp/ = NOUN: τοπίο; USER: τοπίο, τοπίου, θαλασσινό, το τοπίο, τοπίων

GT GD C H L M O
later /ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα; NOUN: βραδύτερο; ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος; USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο

GT GD C H L M O
latest /ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο; ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος; USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο

GT GD C H L M O
left /left/ = ADJECTIVE: αριστερά, αριστερός; USER: αριστερά, έφυγε, μείνει, αφεθεί, άφησε

GT GD C H L M O
legislation /ˌledʒ.ɪˈsleɪ.ʃən/ = NOUN: νομοθεσία; USER: νομοθεσία, νομοθεσίας, τη νομοθεσία, της νομοθεσίας, ρύθμιση

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
levels /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
line /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line

GT GD C H L M O
linked /ˈseks.lɪŋkt/ = VERB: συνδώ, ενώνω; USER: συνδέεται, συνδέονται, που συνδέονται, που συνδέονται με, συνδέονται με

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
lives /laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
looking /ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν

GT GD C H L M O
lot /lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ; USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή

GT GD C H L M O
love /lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως; VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε

GT GD C H L M O
lower /ˈləʊ.ər/ = ADJECTIVE: χαμηλότερος; VERB: χαμηλώνω, υποβιβάζω, καταβιβάζω; USER: μείωση, χαμηλότερο, χαμηλότερα, μειώσει, μειώσουν

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
machine /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
maintaining /meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρώντας, διατήρηση, διατήρηση της, τη διατήρηση, η διατήρηση

GT GD C H L M O
maintenance /ˈmeɪn.tɪ.nəns/ = NOUN: συντήρηση, διατήρηση, τήρηση, υποστήριξη; USER: συντήρηση, διατήρηση, συντήρησης, τη συντήρηση, διατροφής

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makes /meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή; VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά

GT GD C H L M O
manage /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται

GT GD C H L M O
managed /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manages /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχειρίζεται, κατάφερε, καταφέρνει, κατορθώνει, διαχειρίζεται τις

GT GD C H L M O
managing /ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manually /ˈmæn.ju.ə.li/ = USER: το χέρι, χειροκίνητα, χέρι, αυτόματο τρόπο, αυτόματα

GT GD C H L M O
manufacture /ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: κατασκευή, παραγωγή, βιομηχανία; VERB: κατασκευάζω, παράγω; USER: κατασκευή, παραγωγή, την κατασκευή, παρασκευή, Κατασκευάζουμε

GT GD C H L M O
manufactured /ˌmanyəˈfakCHər/ = VERB: κατασκευάζω, παράγω; USER: κατασκευάζονται, κατασκευαστεί, παρασκευάζονται, κατασκευάζεται, κατασκευασμένα

GT GD C H L M O
manufacturer /ˌmanyəˈfakCHərər/ = NOUN: κατασκευαστής, βιομήχανος, εργοστασιάρχης; USER: κατασκευαστής, κατασκευαστή, παραγωγός, κατασκευαστή του, παρασκευαστή

GT GD C H L M O
manufacturing /ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση; USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
master /ˈmɑː.stər/ = NOUN: κύριος, δάσκαλος, άρχοντας, διδάσκαλος, αυθέντης; VERB: κατέχω, υπερνικώ, γίνομαι κάτοχος; USER: κύριος, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, πλοιάρχου

GT GD C H L M O
material /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός; USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά

GT GD C H L M O
materials /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
maybe /ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς; USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως

GT GD C H L M O
mckay = USER: McKay, ΜακΚέι, Μακέι, του McKay, ο McKay,

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
mentally /ˈmen.təl.i/ = ADVERB: διανοητικά, νοερά; USER: διανοητικά, ψυχικά, πνευματικά, νοητική, νοητικά

GT GD C H L M O
microchips /ˈmīkrōˌCHip/ = NOUN: μικροτσίπ; USER: μικροτσίπ, microchips, τα μικροτσίπ, μικροπλακέτες, μικροπλινθίων

GT GD C H L M O
might /maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης; USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να

GT GD C H L M O
minor /ˈmaɪ.nər/ = ADJECTIVE: ανήλικος, ελάσσων, μικρός, ασήμαντος, μικρότερος; USER: ανήλικος, ελάσσων, μικρές, ήσσονος σημασίας, ανηλίκου

GT GD C H L M O
mode /məʊd/ = NOUN: τρόπος, μόδα, συρμός; USER: τρόπος, λειτουργία, τρόπο, κατάσταση, λειτουργίας

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
modeling /ˈmɒd.əl/ = NOUN: πρίπλασμα; USER: μοντελοποίηση, μοντελοποίησης, μοντέλων, modeling, μοντέλα

GT GD C H L M O
modified = VERB: τροποποιώ, μεταρρυθμίζω, μετασχηματίζω; USER: τροποποιημένο, τροποποιημένα, τροποποιήθηκε, τροποποιημένων, τροποποιηθεί

GT GD C H L M O
molding /məʊld/ = NOUN: γείσο, καλούπιασμα, καλούπι, διαμόρφωση, παράχωμα, διακοσμητική σανίδα τοίχου; USER: γείσο, καλούπι, καλούπιασμα, διαμόρφωση, χύτευση

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
moving /ˈmuː.vɪŋ/ = NOUN: κίνηση, μετατόπιση, μετακόμιση; ADJECTIVE: κινούμενος, συγκινητικός; USER: κίνηση, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται, μετακίνηση

GT GD C H L M O
mr /ˈmɪs.tər/ = USER: mr, Ο κ., κ., Κύριε, του κ., του κ.

GT GD C H L M O
mrp = USER: mrp, mrp ΤΥΠΟΣ, σιφ, το MRP, αμοιβαίας αναγνώρισης

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
nephew /ˈnef.juː/ = NOUN: ανιψιός, ανεψιός, ανίψι; USER: ανιψιός, ανιψιό, τον ανιψιό, ανηψιός, ανηψιό

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
numbers /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί

GT GD C H L M O
obvious /ˈɒb.vi.əs/ = ADJECTIVE: φανερός, πρόδηλος, πασιφανής, ευνόητος, καταφάνερος; USER: προφανή, προφανές, προφανείς, προφανής, φανερό

GT GD C H L M O
obviously /ˈɒb.vi.əs.li/ = ADVERB: προφανώς; USER: προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
okay /ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά; VERB: εγκρίνω; USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για

GT GD C H L M O
old /əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός; NOUN: γέρος, γριά; USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
once /wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε; USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
ones /wʌn/ = USER: αυτά, αυτοί, αυτές, αυτά που, αυτούς

GT GD C H L M O
ongoing /process/ = USER: συνεχιζόμενες, εξελίξει, συνεχιζόμενη, εξέλιξη, συνεχή

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
operation /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, επιχείρηση, πράξη

GT GD C H L M O
operations /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες

GT GD C H L M O
optical /ˈɒp.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: οπτικός; USER: οπτικός, οπτική, οπτικών, οπτικό, οπτικής

GT GD C H L M O
option /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: επιλογή, δυνατότητα, επιλογής, λύση, επιλογή για

GT GD C H L M O
options /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
orders /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outputs /ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν; USER: έξοδοι, εξόδους, εκροές, αποτελέσματα, εξόδων

GT GD C H L M O
outs /out/ = USER: outs, άουτ, τρόποι, οι τρόποι

GT GD C H L M O
outsider /ˌaʊtˈsaɪ.dər/ = ADJECTIVE: ξένος, αμύητος; NOUN: εκτός του κατεστημένου κύκλου; USER: ξένος, αουτσάιντερ, ξένο, outsider, παρείσακτη

GT GD C H L M O
overall /ˌəʊ.vəˈrɔːl/ = ADJECTIVE: ολικός; ADVERB: ολοσχερώς, πέρα πέρα; USER: συνολική, συνολικά, συνολικό, συνολικής, γενική

GT GD C H L M O
overview /ˈəʊ.və.vjuː/ = USER: Επισκόπηση, Γενικά, σας Γενικά, γενικές πληροφορίες, ανασκόπηση

GT GD C H L M O
packing /ˈpæk.ɪŋ/ = NOUN: συσκευασία, πακετάρισμα, στοίβαγμα; USER: συσκευασία, πακετάρισμα, συσκευασίας, τη συσκευασία, συσκευασίες

GT GD C H L M O
parent /ˈpeə.rənt/ = NOUN: μητρική εταιρεία, γονεύς, πηγή; USER: μητρική εταιρεία, μητρική, μητρικής, γονέα, γονέας

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
parts /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρη, ανταλλακτικά, τμήματα, εξαρτημάτων, τα μέρη

GT GD C H L M O
passed /pɑːs/ = VERB: περνώ, διαβαίνω, υπερβαίνω, επιψηφίζω; USER: πέρασε, περάσει, πέρασαν, διέρχεται, ψηφίστηκε

GT GD C H L M O
peculiar /pɪˈkjuː.li.ər/ = ADJECTIVE: ιδιόρρυθμος, ιδιόμορφος, παράξενος, αξιοπερίεργος, ιδιάζων; USER: ιδιόρρυθμος, περίεργη, ιδιόμορφο, ιδιόμορφη, περίεργο

GT GD C H L M O
perspective /pəˈspek.tɪv/ = NOUN: προοπτική, άποψη; ADJECTIVE: προοπτικός; USER: προοπτική, άποψη, προοπτικών, προοπτικές, προοπτικής

GT GD C H L M O
physically /ˈfɪz.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: φυσικώς, σωματικώς; USER: φυσικώς, σωματικώς, σωματικά, φυσικά, φυσική

GT GD C H L M O
pickup /ˈpɪk.ʌp/ = NOUN: επιτάχυνση, βελτίωση, τυχαία συνάντηση, μάζεμα; USER: pickup, Παραλαβή, παραλαβής, Παραλαβή από, Μαγνήτης

GT GD C H L M O
pierre /ˈpɪə.sɪŋ/ = USER: pierre, Πιέρ, Πιερ, Ο Pierre, τον Pierre,

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
planning /ˈplæn.ɪŋ/ = NOUN: σχεδίαση, σχεδίασμα; USER: σχεδιασμό, προγραμματισμό, τον προγραμματισμό, σχεδιασμού, σχεδιάζει

GT GD C H L M O
play /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο; VERB: παίζω; USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
point /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου

GT GD C H L M O
poor /pɔːr/ = ADJECTIVE: φτωχός, πτωχός, κακομοίρης, ταλαίπωρος; USER: φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές

GT GD C H L M O
pop /pɒp/ = NOUN: κρότος; VERB: σαλτάρω; USER: pop, ποπ, πεταχτεί, σκάσει, εμφανιστεί

GT GD C H L M O
pouch /paʊtʃ/ = NOUN: σακούλα, σακκίδιο; VERB: σακουλιάζω; USER: σακούλα, θήκη, θύλακα, σάκο, σακκουλάκι

GT GD C H L M O
powerful /ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά

GT GD C H L M O
prepared /prɪˈpeəd/ = ADJECTIVE: έτοιμος; USER: έτοιμος, παρασκευάζονται, παρασκευάζεται, παρασκευάστηκε, παρασκευασθούν

GT GD C H L M O
presentation /ˌprez.ənˈteɪ.ʃən/ = NOUN: παρουσίαση, παράσταση, προσαγωγή, προσφορά; USER: παρουσίαση, παρουσίασης, την παρουσίαση, υποβολή, προσκόμιση

GT GD C H L M O
previous /ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός; USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες

GT GD C H L M O
price /praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο; VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών

GT GD C H L M O
primary /ˈpraɪ.mə.ri/ = ADJECTIVE: πρωταρχικός, βασικός, πρώτος, αρχικός, στοιχειώδης; USER: πρωταρχικός, βασικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωτοβάθμιας

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
processes /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους

GT GD C H L M O
processing /ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι; USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
production /prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση; USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
promotes /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: προωθεί, προάγει, προωθεί την, προάγει την, προωθεί τη

GT GD C H L M O
provides /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
punch /pʌntʃ/ = NOUN: γροθιά, μπουνιά, ποντς, μπουνταλάς, τρυπητήριο; VERB: γρονθοκοπώ, τρυπώ; USER: γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, punch, στιγέα

GT GD C H L M O
purchase /ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο; VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά

GT GD C H L M O
purchased /ˈpɜː.tʃəs/ = VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγοραστεί, αγόρασε, αγοράζονται, αγοράστηκε, αγοράστηκαν

GT GD C H L M O
purchasing /ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός; USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική

GT GD C H L M O
push /pʊʃ/ = NOUN: ώθηση, επιμονή; VERB: σπρώχνω, ωθώ, ζορίζω; USER: ώθηση, ωθήσει, πιέστε, σπρώξτε, προωθήσει, προωθήσει

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
putting /ˌɒfˈpʊt.ɪŋ/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: βάζοντας, θέτοντας, θέση, τοποθέτηση, τη θέση, τη θέση

GT GD C H L M O
quotation /kwəʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσφορά, απόσπασμα, τιμή, παραπομπή, προσφορά τιμής, εδάφιο; USER: προσφορά, απόσπασμα, τιμή, εισαγωγικά, έκδοσης

GT GD C H L M O
quotes /kwōt/ = USER: αποσπάσματα, εισαγωγικά, Τιμές, προσφορές, μετοχής

GT GD C H L M O
rather /ˈrɑː.ðər/ = ADVERB: μάλλον, κάπως, προτιμότερο, κάλλιο; USER: μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά

GT GD C H L M O
raw /rɔː/ = ADJECTIVE: ακατέργαστος, ωμός, άωρος, άξεστος, άψητος; USER: ακατέργαστος, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστης, πρώτης

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
reach /riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση; VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει

GT GD C H L M O
reaching /rēCH/ = VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φτάνοντας, φθάνοντας, επίτευξη, φθάνοντας τα, την επίτευξη

GT GD C H L M O
reason /ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα; VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω; USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για

GT GD C H L M O
rebuild /ˌriːˈbɪld/ = VERB: ανοικοδομώ, κτίζω πάλι; USER: ανοικοδόμηση, ξαναχτίσουν, την ανοικοδόμηση, ανοικοδομήσουν, ανακατασκευή

GT GD C H L M O
recommendation /ˌrek.ə.menˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: σύσταση, ευχή, προτέρημα; USER: σύσταση, σύστασης, σύστασή, σύσταση του, συστάσεως

GT GD C H L M O
record /rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου; VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω; USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά

GT GD C H L M O
red /red/ = ADJECTIVE: κόκκινος, ερυθρός; USER: κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινες, κόκκινες

GT GD C H L M O
reference /ˈref.ər.əns/ = NOUN: αναφορά, παραπομπή, μνεία, σχέση, σύσταση, πληροφορία; USER: αναφορά, παραπομπή, μνεία, αναφοράς, αναφοράς που, αναφοράς που

GT GD C H L M O
referenced /ˈrefərəns/ = USER: αναφερόμενο, αναφέρεται, αναφέρονται, αναφορά, που αναφέρεται

GT GD C H L M O
refresh /rɪˈfreʃ/ = VERB: φρεσκάρω, ανανεώνω, αναζωογονώ, δροσίζω; USER: φρεσκάρω, Refresh, ανανέωσης, Ανανέωση, ανανεώσετε

GT GD C H L M O
refreshed /rɪˈfreʃt/ = ADJECTIVE: ξεκούραστος; USER: ξεκούραστος, ανανεωμένοι, ανανεωμένο, ανανεωμένη, ανανεώνονται

GT GD C H L M O
relevant /ˈrel.ə.vənt/ = ADJECTIVE: σχετικός, πρέπων; USER: σχετικές, σχετική, σχετικών, σχετικά, σχετικό

GT GD C H L M O
remove /rɪˈmuːv/ = VERB: αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, μετακινώ, μεταφέρω, μετακομίζω, μεταθέτω, προάγομαι; USER: αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, καταργήσετε, απομάκρυνση

GT GD C H L M O
replace /rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ; USER: αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικαθιστούν, αντικατάσταση, αντικαταστήσουν

GT GD C H L M O
replaced /rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ; USER: αντικαθίσταται, αντικαθίστανται, αντικαταστάθηκε, αντικατασταθεί, αντικατασταθούν

GT GD C H L M O
replacement /rɪˈpleɪs.mənt/ = NOUN: αντικατάσταση, αναπλήρωση; USER: αντικατάσταση, αντικατάστασης, υποκατάστασης, ανταλλακτική, την αντικατάσταση

GT GD C H L M O
replacing /rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ; USER: αντικαθιστώντας, αντικατάσταση, αντικαθιστά, την αντικατάσταση, αντικατάσταση του

GT GD C H L M O
report /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά

GT GD C H L M O
requests /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί

GT GD C H L M O
require /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται

GT GD C H L M O
required /rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται

GT GD C H L M O
requirement /rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία; USER: απαίτηση, υποχρέωση, προϋπόθεση, απαίτησης, απαιτήσεις

GT GD C H L M O
requirements /rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία; USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές

GT GD C H L M O
rest /rest/ = NOUN: υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυση, ηρεμία, στήριγμα, παύση, ανάπαυλα; VERB: αναπαύομαι, ξεκουράζω, στηρίζομαι, αναπαύω, στηρίζω; USER: ανάπαυση, υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυσης, υπόλοιπη

GT GD C H L M O
revise /rɪˈvaɪz/ = VERB: αναθεωρώ, υβρίζω, ονειδίζω; USER: αναθεωρήσει, αναθεωρήσουν, αναθεώρηση, να αναθεωρήσει, αναθεωρεί, αναθεωρεί

GT GD C H L M O
revision /rɪˈvɪʒ.ən/ = NOUN: αναθεώρηση, διασκευή; USER: αναθεώρηση, αναθεώρησης, την αναθεώρηση, επανεξέταση, αναθεώρησή, αναθεώρησή

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
rooting /ruːt/ = VERB: ριζώ, ριζούμαι, επευφημώ, ριζώνω; USER: ριζοβολία, ριζοβολίας, ριζώματος, ξερίζωμα, ριζών

GT GD C H L M O
run /rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος; VERB: τρέχω, ρέω; USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
sap /sæp/ = NOUN: χυμός δέντρου, υπόνομος; VERB: υποσκάπτω, υπονομεύω; USER: SAP, σφρίγος, χυμός, ΔΣΣ, το SAP

GT GD C H L M O
save /seɪv/ = PREPOSITION: εκτός; VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ; USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
scenario /sɪˈnɑː.ri.əʊ/ = NOUN: σενάριο, υπόθεση κηνιματογραφικού έργου; USER: σενάριο, το σενάριο, σεναρίου, σεναρίων

GT GD C H L M O
scenarios /sɪˈnɑː.ri.əʊ/ = NOUN: σενάριο, υπόθεση κηνιματογραφικού έργου; USER: σενάρια, σεναρίων, τα σενάρια, σενάρια που

GT GD C H L M O
screen /skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου; VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω; USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο

GT GD C H L M O
search /sɜːtʃ/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο; VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ; USER: αναζήτηση, Αναζητήστε, αναζητήσετε, αναζήτησης, ψάξετε

GT GD C H L M O
searched /sɜːtʃ/ = VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ; USER: αναζήτηση, έψαξε, αναζητηθεί, αναζητηθούν, ψάξει

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
select /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε

GT GD C H L M O
selected /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέγονται, επιλέγεται, επιλεγμένο, επιλεγεί, επιλεγμένα

GT GD C H L M O
sessions /ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος; USER: συνεδρίες, συνεδριάσεις, συνεδριών, συνόδων, συνόδους

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
setting /ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος; USER: ρύθμιση, τον καθορισμό, τη, καθορισμό, τη ρύθμιση

GT GD C H L M O
shelf /ʃelf/ = NOUN: ράφι, υφαλοκρηπίδα, εταζέρα, ύφαλος; USER: ράφι, υφαλοκρηπίδα, ζωής, ραφιού, διάρκεια

GT GD C H L M O
shipped /ʃɪp/ = VERB: επιβιβάζω, φορτώνω, αποστέλλω; USER: αποστέλλονται, αποστολή, που αποστέλλονται, απεστάλησαν, αποσταλεί

GT GD C H L M O
shock /ʃɒk/ = NOUN: σοκ, δόνηση, τίναγμα, αιφνίδια ταραχή, πήδημα, αιφνίδια προσβολή, συγκλονισμός, θημωνιά, σωρός τρίχων; VERB: τινάσσω, προσβάλλω, ταράσσω; USER: σοκ, κραδασμών, καταπληξία, shock, κλονισμού

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
shown /ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει

GT GD C H L M O
sick /sɪk/ = ADJECTIVE: άρρωστος, ασθενής; NOUN: ημικρανία; USER: άρρωστος, άρρωστοι, άρρωστο, άρρωστα, ασθενών

GT GD C H L M O
simple /ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής; NOUN: απλούς; USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά

GT GD C H L M O
simplify /ˈsɪm.plɪ.faɪ/ = VERB: απλοποιώ; USER: απλούστευση, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί

GT GD C H L M O
simply /ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα; USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή

GT GD C H L M O
slights /slaɪt/ = NOUN: παραμέληση, παράβλεψη; VERB: αψηφώ, παραβλέπω, παραμελώ, προσβάλλω; USER: slights, προσβολές, εξέχει

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
solution /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
something /ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι; USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για

GT GD C H L M O
sort /sɔːt/ = NOUN: είδος; VERB: ταξινομώ, διαλέγω; USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά

GT GD C H L M O
specialist /ˈspeʃ.əl.ɪst/ = NOUN: ειδικός; USER: ειδικός, ειδικό, εξειδικευμένη, εξειδικευμένων, εξειδικευμένες

GT GD C H L M O
specific /spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος; USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες

GT GD C H L M O
specifically /spəˈsɪf.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: ειδικά, ειδικώς, ορισμένως; USER: ειδικά, ειδικώς, συγκεκριμένα, ειδικότερα, ιδίως, ιδίως

GT GD C H L M O
specification /ˌspes.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: προσδιορισμός, διασάφηση, λεπτομέρεια, λεπτομερής όρος; USER: προσδιορισμός, προδιαγραφές, προδιαγραφή, προδιαγραφών, περιγραφή

GT GD C H L M O
specifics /spəˈsɪf.ɪks/ = USER: λεπτομέρειες, ιδιαιτερότητες, τις ιδιαιτερότητες, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, λεπτομέρειες για

GT GD C H L M O
stand /stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα; VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι; USER: στάση, σταθεί, ξεχωρίζουν, ηρεμία, να σταθεί

GT GD C H L M O
standard /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο; ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος; USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
starting /stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα; ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων; USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη

GT GD C H L M O
steps /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες

GT GD C H L M O
sterilization /ˌster.ɪ.laɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: αποστείρωση, στείρωση; USER: αποστείρωση, αποστείρωσης, την αποστείρωση, αποστειρώσεως, στείρωση,

GT GD C H L M O
stock /stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο; VERB: εφοδιάζω; ADJECTIVE: έτοιμος; USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της

GT GD C H L M O
structural /ˈstrəkCHərəl/ = ADJECTIVE: κατασκευαστικός, οικοδομικός; USER: διαρθρωτική, δομική, διαρθρωτικά, διαρθρωτικές, διαρθρωτικών

GT GD C H L M O
structure /ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή; USER: δομή, κατασκευή, δομής, διάρθρωση, διάρθρωσης, διάρθρωσης

GT GD C H L M O
structures /ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή; USER: δομές, δομών, κατασκευές, των δομών, τις δομές, τις δομές

GT GD C H L M O
stuff /stʌf/ = NOUN: υλικό, ύλη, ανοησίες, ύφασμα, πανί; VERB: παραγεμίζω, βαλσαμώνω, γεμίζω; ADJECTIVE: άχρηστος; USER: υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, stuff, stuff

GT GD C H L M O
subassemblies /ˌsəbəˈsemblē/ = USER: υποσυγκροτημάτων, υποσύνολα, συγκροτημάτων, συναρμολογημένων μερών, των συναρμολογημένων μερών

GT GD C H L M O
subassembly /ˌsəbəˈsemblē/ = USER: υποσύνολο, υποσυστήματος, υποσύστημα, υποσυνόλου, υποσυγκρότημα

GT GD C H L M O
substantial /səbˈstæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης, ουσιαστικός, χορταστικός; USER: ουσιώδης, ουσιαστικός, σημαντική, ουσιαστική, σημαντικό

GT GD C H L M O
substitute /ˈsʌb.stɪ.tjuːt/ = NOUN: υποκατάστατο, αντικαταστάτης, αναπληρωτής; VERB: αντικαθιστώ, υποκαθιστώ; ADJECTIVE: υποκατάστατος; USER: υποκατάστατο, υποκαταστήσει, αντικαταστήσει, υποκαθιστά, υποκαταστήσουν

GT GD C H L M O
substituted /ˈsʌb.stɪ.tjuːt/ = VERB: αντικαθιστώ, υποκαθιστώ; USER: υποκατασταθεί, υποκαθίσταται, υποκατεστημένο, υποκατεστημένη, αντικαθίσταται

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
suggested /səˈdʒest/ = VERB: προτείνω, εισηγούμαι, υποδηλώνω, υπαινίσομαι; USER: πρότειναν, προτεινόμενες, πρότεινε, προτείνεται, προτείνει

GT GD C H L M O
suggestion /səˈdʒes.tʃən/ = NOUN: πρόταση, υπόδειξη, εισήγηση, υποβολή, υπαινιγμός; USER: πρόταση, εισήγηση, υπόδειξη, πρότασή, την πρόταση

GT GD C H L M O
summarizes /ˈsʌm.ər.aɪz/ = VERB: συνοψίζω; USER: συνοψίζει, συνοψίζονται, συνοπτικά, συνοψίζει τα, συνοψίζει τις

GT GD C H L M O
sup /səp/ = NOUN: γουλιά; VERB: δίνω δείπνο, δειπνώ; USER: sup, υποστήριξη

GT GD C H L M O
super /ˈsuː.pər/ = ADJECTIVE: σούπερ, έξοχος; NOUN: επιστάτης κτίριου, χάρμα; USER: σούπερ, έξοχος, super, υπερ, έξοχο

GT GD C H L M O
supersede /ˌsuː.pəˈsiːd/ = VERB: αντικαθιστώ, υπεισέρχομαι, αχρηστεύω; USER: υπερισχύουν, αντικαθιστούν, αντικαταστήσει, υπερέχουν, αντικαθιστά

GT GD C H L M O
superseded /ˌso͞opərˈsēd/ = VERB: αντικαθιστώ, υπεισέρχομαι, αχρηστεύω; USER: αντικατασταθέντος, αντικατασταθεί, αντικατασταθέν, αντικαταστάθηκε, αντικατέστησε

GT GD C H L M O
superseding /ˌso͞opərˈsēd/ = USER: εκτόπιση, ξεπέρασμα, υπερισχύουσας, υπερι- σχύουσας,

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
supports /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστηρίζει, στηρίζει, υποστηρίζει την, υποστηρίζει τη, υποστηρίζει τις

GT GD C H L M O
switch /swɪtʃ/ = NOUN: διακόπτης, αλλαγή, διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων, κινητοί συνδετικοί ράβδοι σιδηροδρόμου, μαστίγιο, συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων, λεπτή ράβδος, βέργα; VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση; USER: αλλαγή, διακόπτης, μεταβείτε, εναλλαγή, στραφούν

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
tab /tæb/ = NOUN: πουκάμισο με κοντά μανίκια, κοντομάνικη μπλούζα; USER: καρτέλα, Στην καρτέλα, tab, καρτέλας, tab για

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
taking /tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη; ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων; USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν

GT GD C H L M O
talk /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε

GT GD C H L M O
talking /ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια; ADJECTIVE: ομιλών; USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας

GT GD C H L M O
template /ˈtem.pleɪt/ = NOUN: περίγραμμα, υποστήριγμα δόκου; USER: περίγραμμα, πρότυπο, προτύπου, υπόδειγμα, template

GT GD C H L M O
th /ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thanks /θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες; USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
thats /ðæt/ = USER: thats που

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
thing /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
times /taɪmz/ = NOUN: φορές; USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
together /təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα; USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
tools /tuːl/ = NOUN: εργαλεία; USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
topic /ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα; USER: θέμα, θέματος, το θέμα, Θ.Ενότητας, topic

GT GD C H L M O
traceability /ˌtiːkjuːˈem/ = USER: ιχνηλασιμότητα, ανιχνευσιμότητα, ιχνηλασιμότητας, την ιχνηλασιμότητα, ανιχνευσιμότητας

GT GD C H L M O
track /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
tracked /træk/ = VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: παρακολουθούνται, ερπυστριοφόρα, παρακολουθείται, ερπυστριοφόροι, ερπυστριοφόρος

GT GD C H L M O
transcript /ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο; USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση

GT GD C H L M O
trip /trɪp/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, περιοδεία, παραπάτημα; VERB: σκοντάπτω, βαδίζω ελαφρώς, κάνω κάποιον να σκοντάψει; USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, Εκδρομή

GT GD C H L M O
triple /ˈtrɪp.l̩/ = ADJECTIVE: τριπλός, τρίπλαστος; NOUN: τριπλούς; VERB: τριπλασιάζω; USER: τριπλός, τριπλούς, τρίκλινα, τριπλή, τριπλό

GT GD C H L M O
turn /tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος; VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
types /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους

GT GD C H L M O
typical /ˈtɪp.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τυπικός, χαρακτηριστικός; USER: τυπικός, χαρακτηριστικός, τυπικό, τυπική, τυπικά, τυπικά

GT GD C H L M O
typically /ˈtɪp.ɪ.kəl.i/ = USER: τυπικά, συνήθως, κατά κανόνα, κανόνα, τυπικώς

GT GD C H L M O
uh /ɜː/ = USER: εεε, uh, εε, εμ, χμ

GT GD C H L M O
underlying /ˌəndərˈlī/ = ADJECTIVE: βασικός, βαθύτερος, κειμένος υποκάτω; USER: υποκείμενες, διέπουν, υποκειμένων, στηρίζεται, βασίζεται

GT GD C H L M O
underneath /ˌʌn.dəˈniːθ/ = PREPOSITION: κάτω από; ADVERB: υποκάτω; USER: κάτω από, κάτω, από κάτω, κάτω από το

GT GD C H L M O
unique /jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος; USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές

GT GD C H L M O
unit /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες

GT GD C H L M O
until /ənˈtɪl/ = PREPOSITION: μέχρι, έως, ίσαμε; CONJUNCTION: ώσπου, ότου; USER: μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι τις, μέχρι να, μέχρι να

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
update /ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω; USER: ενημέρωση, ενημερώσετε, ενημερώνει, ενημερώνουν, επικαιροποίηση

GT GD C H L M O
updated /ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω; USER: ενημέρωση, επικαιροποιημένο, ενημερωμένο, ενημερώνεται, ενημερώθηκε

GT GD C H L M O
updates /ʌpˈdeɪt/ = USER: ενημερώσεις, ενημερώσεων, ανανεώσεις, ενημέρωση, ενημερωμένες εκδόσεις

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
useful /ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος; USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη

GT GD C H L M O
users /ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες

GT GD C H L M O
uses /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
valid /ˈvæl.ɪd/ = ADJECTIVE: έγκυρος, βάσιμος, ισχύων; USER: έγκυρος, έγκυρη, ισχύει, ισχύουν, έγκυρο

GT GD C H L M O
validity /ˈvæl.ɪd/ = NOUN: κύρος, εγκυρότητα; USER: εγκυρότητα, κύρος, ισχύος, ισχύ, ισχύς

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
version /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
view /vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός; VERB: βλέπω, θεωρώ; USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ

GT GD C H L M O
visit /ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη; VERB: επισκέπτομαι; USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
warnings /ˈwɔː.nɪŋ/ = NOUN: προειδοποίηση, παραγγελία; USER: προειδοποιήσεις, προειδοποιήσεων, τις προειδοποιήσεις, προειδοποιήσεις που, προειδοποιήσεις για

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
ways /-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
week /wiːk/ = NOUN: εβδομάδα; USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
whether /ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε; USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
whole /həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο; ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος; USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
windchill /ˈwɪnd.tʃɪl/ = USER: Δείκτης Ψυχρότητας,

GT GD C H L M O
windscreen /ˈwɪnd.skriːn/ = NOUN: παρμπρίζ; USER: παρμπρίζ, αλεξήνεμο, αλεξήνεμου, αλεξηνέμου, ανεμοθώρακα

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
won /wʌn/ = NOUN: γουόν; USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
write /raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω; USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει

GT GD C H L M O
wrong /rɒŋ/ = NOUN: κακό, άδικο, λανθασμένος, αδίκημα; ADJECTIVE: εσφαλμένος, άδικος; VERB: αδικώ; USER: λανθασμένος, κακό, εσφαλμένος, άδικο, λάθος, λάθος

GT GD C H L M O
x /eks/ = USER: x, χ, x Πρώτα, x Πρώτα τα, το Χ

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

GT GD C H L M O
yours /jɔːz/ = PRONOUN: δικό σου, δικός σας, δικός σου, υμέτερος; USER: δικό σου, δικός σας, δικός σου, δική σας, δικά σας

649 words