Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
absorber
/ˈʃɒk.əbˌzɔː.bər/ = NOUN: αψέντι, αψίνθιο, αψίνθος
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
actually
/ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά;
USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως
GT
GD
C
H
L
M
O
add
/æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
advanced
/ədˈvɑːnst/ = ADJECTIVE: προχωρημένος, ανώτερος;
USER: προηγμένες, προηγμένων, προχωρημένο, advanced, προηγμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
advised
/ˌɪl.ədˈvaɪzd/ = VERB: συμβουλεύω, προειδοποιώ, πληροφορώ, ειδοποιώ, παραίνω;
USER: συνιστάται, συμβούλευσε, ενημέρωσε, συμβουλεύονται, ενημερωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
affects
/əˈfekt/ = VERB: επηρεάζω, επιδρώ, προσβάλλω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι;
USER: επηρεάζει, πλήττει, επηρεάζει την, επηρεάζουν, προσβάλλει
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
again
/əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου;
USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
against
/əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία;
USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια
GT
GD
C
H
L
M
O
agencies
/ˈeɪ.dʒən.si/ = NOUN: πρακτορείο, αντιπροσωπεία, ενέργεια, παράγων, μέσο;
USER: υπηρεσίες, οργανισμούς, οργανισμών, οργανισμοί, γραφεία
GT
GD
C
H
L
M
O
aided
/ād/ = VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, με τη βοήθεια, τη βοήθεια, ενισχυόμενο, υποβοηθείται
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
alt
/ˈælt.kiː/ = USER: alt, ύψος
GT
GD
C
H
L
M
O
alternate
/ˈɒl.tə.neɪt/ = ADJECTIVE: εναλλασσόμενος, αλληλοδιάδοχος;
VERB: εναλλάσσω, εναλλάσομαι;
USER: αναπληρωματικό, αναπληρωματικών, αναπληρωματικού, εναλλακτική, αναπληρωτή
GT
GD
C
H
L
M
O
alternative
/ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο;
ADJECTIVE: εναλλακτικός, εναλλάκτεος;
USER: εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
alternatively
/ôlˈtərnətivlē/ = USER: εναλλακτικά, εναλλακτικώς, επικουρικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
alternatives
/ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο;
USER: εναλλακτικές λύσεις, εναλλακτικών λύσεων, εναλλακτικές, εναλλακτικών, εναλλακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
anyway
/ˈen.i.weɪ/ = ADVERB: οπωσδήποτε, πάντως;
USER: οπωσδήποτε, πάντως, Τέλος πάντων, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
archived
/ˈɑː.kaɪv/ = USER: αρχειοθετημένα, αρχειοθετούνται, αρχειοθετηθεί, αρχειοθετηθούν, αρχειοθετημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
area
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
arm
/ɑːm/ = NOUN: μπράτσο, βραχιόνας;
VERB: οπλίζω;
USER: μπράτσο, βραχίονα, χέρι, βραχίονας, σκέλος, σκέλος
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
aspects
/ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις;
USER: πτυχές, θέματα, πτυχών, τις πτυχές, πτυχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
ass
/æs/ = NOUN: γάιδαρος, κώλος, όνος;
USER: γάιδαρος, κώλος, κώλο, τον κώλο, ass
GT
GD
C
H
L
M
O
assembly
/əˈsem.bli/ = NOUN: συνέλευση, συνδεσμολογία;
USER: συνέλευση, Συνέλευσης, συγκρότημα, συναρμολόγηση, συναρμολόγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
associated
/əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι;
USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
attract
/əˈtrækt/ = VERB: προσελκύω, έλκω, προσελκείω;
USER: προσέλκυση, προσελκύσουν, προσελκύουν, προσελκύσει, την προσέλκυση
GT
GD
C
H
L
M
O
august
/ɔːˈɡʌst/ = ADJECTIVE: σεβάσμιος;
USER: Αύγουστος, Αυγ., Αύγ., Αύγουστο, Αυγ
GT
GD
C
H
L
M
O
average
/ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος;
VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω;
USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο
GT
GD
C
H
L
M
O
b
= NOUN: σι;
USER: σι, β,
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
badass
/ˈbadˌas/ = USER: badass, κακό κορίτσι, γαμώ
GT
GD
C
H
L
M
O
balloon
/bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο;
USER: μπαλόνι, αερόστατο, μπαλονιού, μπαλόνια, μπαλονιών
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
basically
/ˈbeɪ.sɪ.kəl.i/ = ADVERB: βασικά, βασικώς;
USER: βασικά, ουσιαστικά, βάση, κατά βάση, κυρίως
GT
GD
C
H
L
M
O
basis
/ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή;
USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση
GT
GD
C
H
L
M
O
bass
/beɪs/ = NOUN: μπάσσο, ψάθα, φιλύρα;
ADJECTIVE: βαθύφωνος;
USER: μπάσσο, μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου
GT
GD
C
H
L
M
O
basses
/bās/ = NOUN: μπάσσο, ψάθα, φιλύρα;
USER: μπάσα, Basses, πέρκες, τα μπάσα, Βάσσες,
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
behind
/bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος;
USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν
GT
GD
C
H
L
M
O
being
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
bella
= USER: bella, Μπέλλα, Το Bella, Μπέλα,
GT
GD
C
H
L
M
O
below
/bɪˈləʊ/ = PREPOSITION: κάτω;
ADVERB: παρακάτω, κάτω, κάτωθι, κάτωθεν, από κάτω;
USER: κάτω, παρακάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω, πιο κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
bigger
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος;
USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
bill
/bɪl/ = NOUN: νομοσχέδιο, λογαριασμός, τιμολόγιο, χαρτονόμισμα, γραμμάτιο, πρόγραμμα, ράμφος πτηνού, επίσημο έγγραφο, μεσαιωνικό δόρυ με λόγχη και πελέκι;
VERB: τοιχοκολλώ διαφημιστικές αφίσες, στέλνω λογαριασμό;
USER: νομοσχέδιο, λογαριασμός, λογαριασμό, λογαριασμού, νομοσχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
black
/blæk/ = NOUN: μαύρος, αράπης, Νέγρος;
ADJECTIVE: μαύρος, σκοτεινός, μαυρισμένος, άσχημος, άγριος, δυσοίωνος;
VERB: μουτζουρώνω, αμαυρώνω, δυσφημώ;
USER: μαύρος, μαύρο, μαύρη, μαύρα, μαύρες
GT
GD
C
H
L
M
O
blue
/bluː/ = ADJECTIVE: μπλε, γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μελαγχολικός, κακόκεφος, άκεφος, δύσθυμος;
NOUN: λουλάκι;
USER: μπλε, γαλάζιο, blue, γαλάζια, μπλε του
GT
GD
C
H
L
M
O
bogus
/ˈbəʊ.ɡəs/ = NOUN: ψευδής, κίβδηλος;
ADJECTIVE: ψεύτικος;
USER: ψευδής, ψεύτικος, ψεύτικες, ψεύτικο, ψευδείς
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
bottom
/ˈbɒt.əm/ = NOUN: κάτω μέρος, πυθμένας, βάθος;
USER: κάτω μέρος, πυθμένας, κάτω, πυθμένα, bottom
GT
GD
C
H
L
M
O
brand
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand
GT
GD
C
H
L
M
O
brief
/briːf/ = ADJECTIVE: σύντομος, βραχύς;
NOUN: περίληψη;
VERB: συνοψίζω;
USER: σύντομος, σύντομη, σύντομο, συνοπτική, σύντομες
GT
GD
C
H
L
M
O
bring
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
build
/bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω;
USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
bypass
/ˈbaɪ.pɑːs/ = NOUN: πλάγια οδός, πάροδος, παρακαμπτήριος οδός;
USER: παρακάμψει, bypass, παράκαμψη, παράκαμψης, παρακάμπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
cad
/kæd/ = NOUN: παληάνθρωπος, παλιοτόμαρο;
USER: CAD, Κατεβαστε, Κατεβαστε το, τεχνολογια cad, Λήψη
GT
GD
C
H
L
M
O
calculate
/ˈkæl.kjʊ.leɪt/ = VERB: υπολογίζω, λογαριάζω;
USER: υπολογισμό, υπολογίσει, τον υπολογισμό, υπολογίζει, υπολογίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
calculated
/ˈkalkyəˌlāt/ = VERB: υπολογίζω, λογαριάζω;
USER: υπολογίζεται, υπολογίζονται, υπολογίστηκε, υπολογιστεί, που υπολογίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
calculation
/ˌkæl.kjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: λογαριασμός, υπολογίσμος;
USER: υπολογισμός, υπολογισμό, υπολογισμού, τον υπολογισμό, υπολογισμού που
GT
GD
C
H
L
M
O
calculations
/ˌkæl.kjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: λογαριασμός, υπολογίσμος;
USER: υπολογισμοί, υπολογισμούς, υπολογισμών, οι υπολογισμοί, τους υπολογισμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
called
/kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
came
/keɪm/ = USER: ήρθε, ήρθαν, προήλθε, κατέληξε, τέθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
car
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο
GT
GD
C
H
L
M
O
caring
/ˈkeə.rɪŋ/ = VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, φροντίδας, τη φροντίδα, φροντίζουν, η φροντίδα
GT
GD
C
H
L
M
O
carton
/ˈkɑː.tən/ = NOUN: χαρτοκιβώτιο, χαρτόκουτο, λεπτό χαρτόνι;
USER: χαρτοκιβώτιο, χαρτόκουτο, κουτί, χάρτινα κουτιά, χαρτόνι
GT
GD
C
H
L
M
O
cat
/kæt/ = NOUN: γάτα, γάτος;
USER: γάτα, γάτας, cat, γατών, κατ.
GT
GD
C
H
L
M
O
catheter
/ˈkaTHədər/ = NOUN: καθετήρας;
USER: καθετήρας, καθετήρα, του καθετήρα, καθετήρος, καθετήρα που,
GT
GD
C
H
L
M
O
cattle
/ˈkæt.l̩/ = NOUN: βοοειδή, βόδια, κτήνη, ζωντανά;
USER: βοοειδή, βοοειδών, τα βοοειδή, ζώων, των βοοειδών
GT
GD
C
H
L
M
O
cells
/sel/ = NOUN: κύτταρο, κελί, στοιχείο, κελλίο, πυρήνας, οικίσκος;
USER: κύτταρα, κυττάρων, κελιά, τα κύτταρα, κύτταρα του
GT
GD
C
H
L
M
O
certain
/ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής;
USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
changed
/tʃeɪndʒd/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: άλλαξε, αλλάξει, άλλαξαν, αλλάζει, μεταβληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
changes
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
check
/tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση;
VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω;
USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη
GT
GD
C
H
L
M
O
choice
/tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
chose
/tʃəʊz/ = VERB: πνίγομαι, στραγγαλίζω, πνίγω, ασφυκτιώ;
NOUN: εμφράκτης;
USER: επέλεξε, επιλέξαμε, επέλεξαν, διάλεξε, επιλέξατε
GT
GD
C
H
L
M
O
click
/klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος;
VERB: ταιριάζω, κροτώ;
USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί
GT
GD
C
H
L
M
O
close
/kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον;
VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω;
NOUN: λήξη, τέλος, πέρας;
ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος;
USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε
GT
GD
C
H
L
M
O
code
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
color
/ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία;
ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός;
VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα;
USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
GT
GD
C
H
L
M
O
come
/kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω;
ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός;
USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν
GT
GD
C
H
L
M
O
comes
/kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
completely
/kəmˈpliːt.li/ = ADVERB: εντελώς, τελείως, ολότελα;
USER: εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
GT
GD
C
H
L
M
O
compliance
/kəmˈplaɪ.əns/ = NOUN: συμμόρφωση, ενδοτικότητα, υποταγή, υποχωρητικότης;
USER: συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, σύμφωνα, τη συμμόρφωση
GT
GD
C
H
L
M
O
component
/kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος;
ADJECTIVE: συνθετικός;
USER: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, στοιχείο, συστατικού
GT
GD
C
H
L
M
O
components
/kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος;
USER: εξαρτήματα, συνιστώσες, συστατικά, στοιχεία, εξαρτημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
computer
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
concept
/ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα;
USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της
GT
GD
C
H
L
M
O
configuration
/kənˌfɪɡ.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διαμόρφωση, σύνθεση, σχηματισμός;
USER: διαμόρφωση, διαμόρφωσης, διάταξη, ρυθμίσεων, ρύθμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
configurations
/kənˌfɪɡ.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διαμόρφωση, σύνθεση, σχηματισμός;
USER: διαμορφώσεις, συνθέσεις, διαμορφώσεων, συνθέσεις του, συνθέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
configurator
/kənˌfɪɡ.əˈreɪ.ʃən/ = USER: διαμορφωτή, Διαμορφωτής, του διαμορφωτή, Configurator, το διαμορφωτή,
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
copied
/ˈkɒp.i/ = VERB: αντιγράφω;
USER: αντιγραφεί, αντιγραφή, αντιγράφονται, αντιγραφούν, αντιγράφεται
GT
GD
C
H
L
M
O
copy
/ˈkɒp.i/ = NOUN: αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγραφή, κόπια, ύλη;
VERB: αντιγράφω;
USER: αντιγράψετε, αντιγραφή, αντιγράψτε, αντίγραφο, αντιγράψει, αντιγράψει
GT
GD
C
H
L
M
O
correct
/kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής;
VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ;
USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
cost
/kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο;
VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ;
USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους
GT
GD
C
H
L
M
O
costing
/ˈkɒs.tɪŋ/ = NOUN: κοστολόγηση;
USER: κοστολόγηση, κοστίζει, κοστολόγησης, κοστίζουν, κόστος
GT
GD
C
H
L
M
O
costings
/ˈkɒs.tɪŋ/ = NOUN: κοστολόγηση;
USER: κοστολόγηση, κοστολογήσεις, κοστολόγηση με, τις κοστολογήσεις, κοστολογήσεις που,
GT
GD
C
H
L
M
O
costs
/kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα;
USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
country
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος;
USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
cover
/ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη;
VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ;
USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
covering
/ˈkʌv.ər.ɪŋ/ = NOUN: κάλυμμα, επίστρωση, σκέπασμα;
USER: καλύπτοντας, που καλύπτει, καλύπτουν, καλύπτει, που καλύπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
created
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε
GT
GD
C
H
L
M
O
creates
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργεί, δημιουργούν, δημιουργείται, προκαλεί
GT
GD
C
H
L
M
O
creating
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
cross
/krɒs/ = NOUN: σταυρός, διασταύρωση;
ADJECTIVE: διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός;
VERB: διασχίζω, περνώ, σταυρώνω, διασταυρώνω, εμποδίζω, περνώ απέναντι;
USER: σταυρός, διασταύρωση, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
custom
/ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος;
USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customize
/ˈkʌs.tə.maɪz/ = USER: προσαρμόσετε, να προσαρμόσετε, προσαρμογή, προσαρμόσετε το, προσαρμόσετε τις
GT
GD
C
H
L
M
O
cycle
/ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα;
VERB: ποδηλατώ, κάνω ποδήλατο;
USER: κύκλος, κύκλου, κύκλο, του κύκλου, τον κύκλο
GT
GD
C
H
L
M
O
d
/əd/ = NOUN: ρε;
USER: δ, d, Α, ϋ, ά
GT
GD
C
H
L
M
O
dash
/dæʃ/ = NOUN: παύλα, εξόρμηση, ορμή, στάλα, προσθήκη, έφοδος, αγώνας δρόμου;
VERB: τσακίζω, ρίπτω, ρίπτομαι, συντρίβω, ορμώ, εκσφενδονίζω, τινάζομαι, διαβολοστέλνω;
USER: παύλα, εξόρμηση, ταμπλό, dash, εξόρμησης
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
database
/ˈdeɪ.tə.beɪs/ = NOUN: βάση δεδομένων;
USER: βάση δεδομένων, βάσης δεδομένων, δεδομένων, βάση, βάσεων δεδομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
date
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού;
USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που
GT
GD
C
H
L
M
O
dates
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
USER: ημερομηνίες, ημερομηνιών, τις ημερομηνίες, ημερομηνίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
decide
/dɪˈsaɪd/ = VERB: αποφασίζω, κρίνω, καθορίζω, αποφαίνομαι;
USER: αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, να αποφασίσει, αποφασίσουν, αποφασίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
definition
/ˌdef.ɪˈnɪʃ.ən/ = NOUN: ορισμός, σαφήνεια, καθαρότητα;
USER: ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, ευκρίνειας
GT
GD
C
H
L
M
O
delete
/dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω;
USER: διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, διαγραφεί
GT
GD
C
H
L
M
O
delivery
/dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας;
USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
depending
/dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι;
USER: ανάλογα, ανάλογα με, αναλόγως, εξαρτώνται, εξαρτώνται
GT
GD
C
H
L
M
O
description
/dɪˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: περιγραφή, τύπος;
USER: περιγραφή, περιγραφη, περιγραφής, Περιγραφή Το
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
designed
/dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω;
USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
designing
/dɪˈzaɪ.nɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, σχεδίασμα;
ADJECTIVE: υστερόβουλος, πανούργος, δολόπλοκος, ραδιούργος;
USER: σχεδιασμό, το σχεδιασμό, σχεδίαση, τον σχεδιασμό, σχεδιάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
detail
/ˈdiː.teɪl/ = NOUN: λεπτομέρεια, απόσπασμα;
VERB: ξεχωρίζω για υπηρεσία, ορίζω, διηγούμαι λεπτομερώς;
USER: λεπτομέρεια, λεπτομερώς, λεπτομέρειες, αναλυτικά, λεπτομερέστερα
GT
GD
C
H
L
M
O
development
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
doing
/ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο;
ADJECTIVE: πράττων;
USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
done
/dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος;
USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
drawing
/ˈdrɔː.ɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, τράβηγμα, σχεδιάγραμμα, ιχνογραφία;
USER: σχέδιο, κατάρτιση, την κατάρτιση, εκπόνηση, αντλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
drawings
/ˈdrɔː.ɪŋ/ = NOUN: αναλήψεις;
USER: αναλήψεις, σχέδια, σχεδίων, τα σχέδια, σχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
drill
/drɪl/ = NOUN: τρυπάνι, δράπανο, άσκηση, αυλάκι για σπορά, χοντρό ύφασμα;
VERB: γυμνάζω, γυμνάζομαι, ασκώ, τρυπώ, τρυπανίζω;
USER: τρυπάνι, διάνοιξη, ανοίξτε, τρυπήστε, τρυπήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
driven
/ˈdrɪv.ən/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
USER: οδηγείται, με γνώμονα, οδηγούνται, καθοδηγείται, κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
drives
/ˈdraɪ.vər/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
NOUN: αμαξοπορεία;
USER: Δίσκοι, drives, μονάδες, δίσκους, κάλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
due
/djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος;
USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
earlier
/ˈɜː.li/ = ADVERB: πρωτύτερα, αρχύτερα;
USER: νωρίτερα, Προγενέστερες, προηγούμενη, προηγουμένως, προηγούμενες, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
effect
/ɪˈfekt/ = NOUN: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ενέργεια, πράξη, εφφέ, εντύπωση, σκοπός;
VERB: κατορθώνω, επιτελώ;
USER: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ισχύος, ισχύ
GT
GD
C
H
L
M
O
either
/ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε;
PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος;
USER: είτε, ούτε, είτε να
GT
GD
C
H
L
M
O
electronic
/ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός;
USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
element
/ˈel.ɪ.mənt/ = NOUN: στοιχείο;
USER: στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, στοιχείο για
GT
GD
C
H
L
M
O
elements
/ˈel.ɪ.mənt/ = NOUN: στοιχεία;
USER: στοιχεία, στοιχείων, τα στοιχεία, στοιχεία που
GT
GD
C
H
L
M
O
enable
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
engine
/ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας;
USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
engineer
/ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός;
VERB: σχεδιάζω;
USER: μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
GT
GD
C
H
L
M
O
engineered
/ˌenjəˈni(ə)r/ = VERB: σχεδιάζω;
USER: μηχανικής, μηχανική, κατασκευασμένο, κατασκευαστεί, σχεδιαστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
engineering
/ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική;
USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enough
/ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά;
ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος;
USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί
GT
GD
C
H
L
M
O
entry
/ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση;
USER: είσοδος, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου
GT
GD
C
H
L
M
O
erp
= USER: erp, ΕΑΙ
GT
GD
C
H
L
M
O
estimate
/ˈes.tɪ.meɪt/ = NOUN: εκτίμηση, υπολογισμός, προϋπολογισμός;
VERB: υπολογίζω, εκτιμώ;
USER: εκτίμηση, εκτιμούν, εκτιμηθεί, εκτιμήσει, την εκτίμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
estimated
/ˈes.tɪ.meɪt/ = VERB: υπολογίζω, εκτιμώ;
USER: εκτιμάται, υπολογίζεται, εκτιμάται ότι, εκτιμώμενη, εκτιμηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
everywhere
/ˈev.ri.weər/ = ADVERB: παντού, πανταχού;
USER: παντού, κόσμο, οπουδήποτε, πανταχού
GT
GD
C
H
L
M
O
exactly
/ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς;
USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
examples
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
existing
/ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι;
USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων
GT
GD
C
H
L
M
O
expand
/ɪkˈspænd/ = VERB: διαστέλλω, εξαπλώνω, εξαπλώνομαι;
USER: επεκτείνουν, επέκταση, να επεκτείνουν, την επέκταση, επεκτείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
expires
/ɪkˈspaɪər/ = VERB: εκπνέω, λήγω;
USER: λήξη, λήγει, λήξει, εκπνέει, λήξη της
GT
GD
C
H
L
M
O
expiring
/ɪkˈspaɪər/ = VERB: εκπνέω, λήγω;
USER: λήγει, που λήγει, η οποία λήγει, λήγουν, οποία λήγει
GT
GD
C
H
L
M
O
expiry
/ɪkˈspaɪə.ri/ = NOUN: λήξη;
USER: λήξη, λήξης, τη λήξη, εκπνοή, λήξεως
GT
GD
C
H
L
M
O
explain
/ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω;
USER: εξηγήσει, να εξηγήσει, εξηγούν, εξηγήσουν, εξηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
extended
/ɪkˈsten.dɪd/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι;
USER: Εκτεταμένη, εκτεταμένο, παρατεταμένη, όλο, όλο το
GT
GD
C
H
L
M
O
exterior
/ɪkˈstɪə.ri.ər/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερική όψη;
USER: εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικά, εξωτερικές
GT
GD
C
H
L
M
O
exteriors
/ˌikˈstirēər/ = NOUN: εξωτερική όψη;
USER: εξωτερικούς χώρους, εξωτερικοί χώροι, εξωτερικών χώρων, χώροι Εξωτερικοί χώροι, Εξωτερικοί χώροι Εξωτερικοί,
GT
GD
C
H
L
M
O
external
/ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
extremely
/ɪkˈstriːm.li/ = ADVERB: επακρώς;
USER: εξαιρετικά, είναι εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, άκρως
GT
GD
C
H
L
M
O
facilitate
/fəˈsɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: διευκολύνω, ευκολύνω;
USER: διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκολυνθεί η, διευκολύνει, διευκόλυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
facilitating
/fəˈsɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: διευκολύνω, ευκολύνω;
USER: διευκολύνοντας, διευκόλυνση της, διευκόλυνση, τη διευκόλυνση, διευκολύνει
GT
GD
C
H
L
M
O
falls
/fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο;
VERB: πέφτω;
USER: πτώσεις, πτώσεων, Falls, πέφτει, Καταρράκτες
GT
GD
C
H
L
M
O
features
/ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα;
VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες
GT
GD
C
H
L
M
O
fed
/fed/ = VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ;
USER: τρέφονται, τροφοδοτούνται, τροφοδοτείται, που τρέφονται, τρέφονται με
GT
GD
C
H
L
M
O
fewer
/fyo͞o/ = USER: λιγότερα, λιγότερες, λιγότεροι, λιγότερων, λιγότερους
GT
GD
C
H
L
M
O
field
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
file
/faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος;
VERB: λιμάρω, ρινίζω, αρχειοθέτω, ταξινομώ αρχεία, βαδίζω κατά σειρά;
USER: αρχείο, αρχείου, αρχείων, το αρχείο, φάκελο
GT
GD
C
H
L
M
O
files
/faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος;
USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που
GT
GD
C
H
L
M
O
filter
/ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο;
VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω;
USER: φίλτρο, φιλτράρισμα, φιλτράρετε, φιλτράρουν, φιλτράρει
GT
GD
C
H
L
M
O
filtrate
/ˈfɪl.treɪt/ = NOUN: διήθημα;
VERB: διυλίζω, σουρώνω;
USER: διήθημα, διηθήματος, διηθημα
GT
GD
C
H
L
M
O
finally
/ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει;
USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους
GT
GD
C
H
L
M
O
fine
/faɪn/ = NOUN: πρόστιμο, χρηματική ποινή, πρόστημο;
ADVERB: ωραία;
ADJECTIVE: λεπτός, ωραίος, έξοχος, κομψός;
VERB: επιβάλλω;
USER: πρόστιμο, ωραία, προστίμου, λεπτή, χαρά
GT
GD
C
H
L
M
O
finished
/ˈfɪn.ɪʃt/ = ADJECTIVE: πεπερασμένος, τετελεσμένος, τέλειος;
USER: τελικού, τελικό, τελικών, ετοίμων, τελικά
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
fits
/fit/ = VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω;
NOUN: σπασμός, παροξυσμός;
USER: ταιριάζει, προσαρμόζεται, χωράει, ταιριάζει με, εντάσσεται
GT
GD
C
H
L
M
O
fitted
/ˈfɪt.ɪd/ = VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω;
USER: τοποθετηθεί, εφοδιασμένα, τοποθετούνται, εξοπλισμένο, εξοπλισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
flat
/flæt/ = NOUN: διαμέρισμα, ύφεση, διαμέρισμα δωμάτιων, πεδιάς;
ADJECTIVE: επίπεδα, επίπεδος, ισόπεδος, ανούσιος, σιμός, αμβλύς;
USER: διαμέρισμα, επίπεδα, επίπεδος, επίπεδης, επίπεδη
GT
GD
C
H
L
M
O
flow
/fləʊ/ = NOUN: ροή, εκροή, ρεύση, ρους;
VERB: ρέω, κυλώ;
USER: ροή, ροής, της ροής, ροή του, τη ροή
GT
GD
C
H
L
M
O
folks
/fəʊk/ = NOUN: άνθρωπος;
USER: λαοί, οι λαοί, παιδιά, λαούς, τους λαούς
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forex
= USER: forex, συναλλάγματος, ξενου,
GT
GD
C
H
L
M
O
forth
/fɔːθ/ = ADVERB: εμπρός, έξω;
USER: εμπρός, καθεξής, ορίζονται, πίσω, εκτίθενται
GT
GD
C
H
L
M
O
found
/faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω;
USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
free
/friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα;
ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος;
VERB: ελευθερώνω;
USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς
GT
GD
C
H
L
M
O
frequently
/ˈfriː.kwənt.li/ = ADVERB: συχνά, τακτικά;
USER: συχνά, Συχνές, Συνήθεις, συχνότερα, συχνότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
fully
/ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα;
USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως
GT
GD
C
H
L
M
O
function
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
further
/ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον;
ADJECTIVE: απώτερος;
VERB: προάγω;
USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες
GT
GD
C
H
L
M
O
gain
/ɡeɪn/ = NOUN: κέρδος, ωφέλεια;
VERB: κερδίζω, αποκτώ;
USER: κέρδος, αποκτήσουν, κερδίσει, κερδίσουν, αποκτήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
general
/ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός;
NOUN: στρατηγός;
USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές
GT
GD
C
H
L
M
O
generate
/ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει
GT
GD
C
H
L
M
O
given
/ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος;
USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
going
/ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός;
ADJECTIVE: πηγαιμός;
USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
gonna
/ˈɡə.nə/ = USER: θα κρατήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
got
/ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν
GT
GD
C
H
L
M
O
handling
/ˈhænd.lɪŋ/ = ADJECTIVE: χειριζόμενος;
USER: χειρισμό, χειρισμού, το χειρισμό, χειρισμός, χειρισμό των
GT
GD
C
H
L
M
O
happens
/ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω;
USER: συμβαίνει, συμβεί, που συμβαίνει, θα συμβεί, γίνεται, γίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
hello
/helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός;
VERB: χαιρετώ;
USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
hey
/heɪ/ = INTERJECTION: Γειά!;
USER: γειά, hey, Έι, Γεια σου, Ει
GT
GD
C
H
L
M
O
highlight
/ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: αποκορύφωμα;
VERB: δίδω έμφασιν;
USER: επισημάνετε, τονίζουν, υπογραμμίζουν, τονίσει, επισημάνω
GT
GD
C
H
L
M
O
hip
/hɪp/ = NOUN: ισχίο, γόφος;
USER: ισχίο, Hip, ισχίου, Γοφοί, χοπ
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
hopefully
/ˈhəʊp.fəl.i/ = USER: ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουμε ότι, ευελπιστούμε, ελπίζω να
GT
GD
C
H
L
M
O
house
/haʊs/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος, βουλή;
VERB: στεγάζω, εστιώ;
USER: σπίτι, κατοικία, οικία, σπιτιού, το σπίτι, το σπίτι
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
identify
/aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω;
USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
illustrate
/ˈɪl.ə.streɪt/ = VERB: διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ;
USER: απεικονίζουν, επεξηγούν, περιγράφουν, δείχνουν, παρουσιάζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
impasse
/æmˈpæs/ = VERB: μεταδίδω
GT
GD
C
H
L
M
O
implement
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος;
VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
implemented
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
implications
/ˌɪm.plɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: υπαινιγμός, ενοχή, συμπερασμός, ενοχοποίηση;
USER: επιπτώσεις, συνέπειες, συνεπειών, τις επιπτώσεις, επίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
imported
/ɪmˈpɔːt/ = ADJECTIVE: εισαγόμενος;
USER: εισαγόμενα, εισάγονται, που εισάγονται, εισαγόμενων, εισάγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
imports
/ˌpær.ə.lel ˈɪm.pɔːts/ = NOUN: εισαγωγή, σημασία, εισαγόμενο εμπόρευμα, σπουδαιότητα;
USER: εισαγωγές, οι εισαγωγές, εισαγωγών, των εισαγωγών, τις εισαγωγές
GT
GD
C
H
L
M
O
improvements
/ɪmˈpruːv.mənt/ = NOUN: βελτίωση, πρόοδος, καλυτέρευση;
USER: βελτιώσεις, βελτιώσεων, βελτίωση, βελτίωσης, βελτιώσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
include
/ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω;
USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
increase
/ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση;
VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
inside
/ɪnˈsaɪd/ = ADVERB: μέσα, εντός, απομέσα;
ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
GT
GD
C
H
L
M
O
instances
/ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη;
USER: περιπτώσεις, παρουσίες, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
integrated
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
interested
/ˈɪn.trəs.tɪd/ = ADJECTIVE: ενδιαφερόμενος;
USER: ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενα, τα ενδιαφερόμενα, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερομένων, ενδιαφερομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
interface
/ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
interfaces
/ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: διεπαφές, διασυνδέσεις, διεπαφών, interfaces, διασυνδέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
internal
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό
GT
GD
C
H
L
M
O
internally
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADVERB: εσωτερικώς;
USER: εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
introduced
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισήγαγε, εισάγεται, θεσπίστηκε, εισήχθη, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
invoiced
/ˈɪn.vɔɪs/ = VERB: τιμολογώ;
USER: τιμολογούνται, τιμολογείται, τιμολογηθεί, τιμολογήθηκαν, τιμολογίου
GT
GD
C
H
L
M
O
involve
/ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω;
USER: συνεπάγονται, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, συμμετοχή, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
involvement
/ɪnˈvɒlv.mənt/ = NOUN: περιπλοκή;
USER: συμμετοχή, η συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, εμπλοκή
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
item
/ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα;
USER: είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, προϊόν
GT
GD
C
H
L
M
O
items
/ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα;
USER: στοιχεία, αντικείμενα, αντικειμένων, είδη, τα στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
itself
/ɪtˈself/ = PRONOUN: εαυτό, αυτό κάθε αυτό;
USER: εαυτό, ίδια, ίδιο, η ίδια, μόνη
GT
GD
C
H
L
M
O
job
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος;
USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
jobs
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
USER: θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, θέσεις, εργασίας, εργασίες
GT
GD
C
H
L
M
O
joint
/dʒɔɪnt/ = NOUN: άρθρωση, αρμός, κλείδωση, τεμάχιο κρέατος, μέγα τεμάχιο κρέατος, καταγώνιο, καταγώγιο, τρώγλη;
ADJECTIVE: συλλογικός, συντονισμένος, συνδεδεμένος εκ κοινού, συνδυασμένος;
VERB: προσαρμόζω;
USER: άρθρωση, κοινή, κοινού, κοινής, κοινές
GT
GD
C
H
L
M
O
jul
/dʒʊˈlaɪ/ = USER: Ιούλιος, Ιούλιο, Ιουλ, Ιούλης, Ιούλ
GT
GD
C
H
L
M
O
july
/dʒʊˈlaɪ/ = NOUN: Ιούλιος, Αλωνάρης;
USER: Ιούλιος, Ιουλ., Ιούλ., Ιούλη, Ιουλ
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
k
= ABBREVIATION: μεγάλο;
USER: l, ιβ, αριθ. L, Ι, λίτρο
GT
GD
C
H
L
M
O
keep
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
keyed
/ˌkiːdˈʌp/ = VERB: τονίζω;
USER: πληκτρολογηθεί, πληκτρολογήσει, σφηνώνεται, ειδική σήμανση, ειδική σήμανση για
GT
GD
C
H
L
M
O
label
/ˈleɪ.bəl/ = NOUN: επιγραφή, μάρκα, επίγραμμα, τικέτα;
VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω;
USER: επιγραφή, ετικέτα, σήμα, ετικέτας, σήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
labeling
/ˈleɪ.bəl/ = NOUN: τιτλοφόρηση;
USER: επισήμανση, επισήμανσης, σήμανση, την επισήμανση, σήμανσης
GT
GD
C
H
L
M
O
landscape
/ˈlænd.skeɪp/ = NOUN: τοπίο;
USER: τοπίο, τοπίου, θαλασσινό, το τοπίο, τοπίων
GT
GD
C
H
L
M
O
later
/ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα;
NOUN: βραδύτερο;
ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος;
USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο
GT
GD
C
H
L
M
O
latest
/ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο;
ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος;
USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο
GT
GD
C
H
L
M
O
left
/left/ = ADJECTIVE: αριστερά, αριστερός;
USER: αριστερά, έφυγε, μείνει, αφεθεί, άφησε
GT
GD
C
H
L
M
O
legislation
/ˌledʒ.ɪˈsleɪ.ʃən/ = NOUN: νομοθεσία;
USER: νομοθεσία, νομοθεσίας, τη νομοθεσία, της νομοθεσίας, ρύθμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
level
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο
GT
GD
C
H
L
M
O
levels
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
line
/laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος;
VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές;
USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line
GT
GD
C
H
L
M
O
linked
/ˈseks.lɪŋkt/ = VERB: συνδώ, ενώνω;
USER: συνδέεται, συνδέονται, που συνδέονται, που συνδέονται με, συνδέονται με
GT
GD
C
H
L
M
O
list
/lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση;
VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω;
USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας
GT
GD
C
H
L
M
O
lives
/laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
looking
/ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
lot
/lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ;
USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή
GT
GD
C
H
L
M
O
love
/lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως;
VERB: αγαπώ, έρωμαι;
USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
lower
/ˈləʊ.ər/ = ADJECTIVE: χαμηλότερος;
VERB: χαμηλώνω, υποβιβάζω, καταβιβάζω;
USER: μείωση, χαμηλότερο, χαμηλότερα, μειώσει, μειώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
machine
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
main
/meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων;
NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα;
USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
GT
GD
C
H
L
M
O
maintaining
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρώντας, διατήρηση, διατήρηση της, τη διατήρηση, η διατήρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
maintenance
/ˈmeɪn.tɪ.nəns/ = NOUN: συντήρηση, διατήρηση, τήρηση, υποστήριξη;
USER: συντήρηση, διατήρηση, συντήρησης, τη συντήρηση, διατροφής
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
makes
/meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή;
VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
manage
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
managed
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
manages
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχειρίζεται, κατάφερε, καταφέρνει, κατορθώνει, διαχειρίζεται τις
GT
GD
C
H
L
M
O
managing
/ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
manually
/ˈmæn.ju.ə.li/ = USER: το χέρι, χειροκίνητα, χέρι, αυτόματο τρόπο, αυτόματα
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacture
/ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: κατασκευή, παραγωγή, βιομηχανία;
VERB: κατασκευάζω, παράγω;
USER: κατασκευή, παραγωγή, την κατασκευή, παρασκευή, Κατασκευάζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
manufactured
/ˌmanyəˈfakCHər/ = VERB: κατασκευάζω, παράγω;
USER: κατασκευάζονται, κατασκευαστεί, παρασκευάζονται, κατασκευάζεται, κατασκευασμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturer
/ˌmanyəˈfakCHərər/ = NOUN: κατασκευαστής, βιομήχανος, εργοστασιάρχης;
USER: κατασκευαστής, κατασκευαστή, παραγωγός, κατασκευαστή του, παρασκευαστή
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturing
/ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση;
USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
master
/ˈmɑː.stər/ = NOUN: κύριος, δάσκαλος, άρχοντας, διδάσκαλος, αυθέντης;
VERB: κατέχω, υπερνικώ, γίνομαι κάτοχος;
USER: κύριος, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, πλοιάρχου
GT
GD
C
H
L
M
O
material
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός;
USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά
GT
GD
C
H
L
M
O
materials
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
maybe
/ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς;
USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως
GT
GD
C
H
L
M
O
mckay
= USER: McKay, ΜακΚέι, Μακέι, του McKay, ο McKay,
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
mentally
/ˈmen.təl.i/ = ADVERB: διανοητικά, νοερά;
USER: διανοητικά, ψυχικά, πνευματικά, νοητική, νοητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
microchips
/ˈmīkrōˌCHip/ = NOUN: μικροτσίπ;
USER: μικροτσίπ, microchips, τα μικροτσίπ, μικροπλακέτες, μικροπλινθίων
GT
GD
C
H
L
M
O
might
/maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης;
USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να
GT
GD
C
H
L
M
O
minor
/ˈmaɪ.nər/ = ADJECTIVE: ανήλικος, ελάσσων, μικρός, ασήμαντος, μικρότερος;
USER: ανήλικος, ελάσσων, μικρές, ήσσονος σημασίας, ανηλίκου
GT
GD
C
H
L
M
O
mode
/məʊd/ = NOUN: τρόπος, μόδα, συρμός;
USER: τρόπος, λειτουργία, τρόπο, κατάσταση, λειτουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
model
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα;
ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος;
VERB: προπλάττω;
USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο
GT
GD
C
H
L
M
O
modeling
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: πρίπλασμα;
USER: μοντελοποίηση, μοντελοποίησης, μοντέλων, modeling, μοντέλα
GT
GD
C
H
L
M
O
modified
= VERB: τροποποιώ, μεταρρυθμίζω, μετασχηματίζω;
USER: τροποποιημένο, τροποποιημένα, τροποποιήθηκε, τροποποιημένων, τροποποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
molding
/məʊld/ = NOUN: γείσο, καλούπιασμα, καλούπι, διαμόρφωση, παράχωμα, διακοσμητική σανίδα τοίχου;
USER: γείσο, καλούπι, καλούπιασμα, διαμόρφωση, χύτευση
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
moving
/ˈmuː.vɪŋ/ = NOUN: κίνηση, μετατόπιση, μετακόμιση;
ADJECTIVE: κινούμενος, συγκινητικός;
USER: κίνηση, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται, μετακίνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
mr
/ˈmɪs.tər/ = USER: mr, Ο κ., κ., Κύριε, του κ., του κ.
GT
GD
C
H
L
M
O
mrp
= USER: mrp, mrp ΤΥΠΟΣ, σιφ, το MRP, αμοιβαίας αναγνώρισης
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
nephew
/ˈnef.juː/ = NOUN: ανιψιός, ανεψιός, ανίψι;
USER: ανιψιός, ανιψιό, τον ανιψιό, ανηψιός, ανηψιό
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
numbers
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
obvious
/ˈɒb.vi.əs/ = ADJECTIVE: φανερός, πρόδηλος, πασιφανής, ευνόητος, καταφάνερος;
USER: προφανή, προφανές, προφανείς, προφανής, φανερό
GT
GD
C
H
L
M
O
obviously
/ˈɒb.vi.əs.li/ = ADVERB: προφανώς;
USER: προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
okay
/ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά;
VERB: εγκρίνω;
USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για
GT
GD
C
H
L
M
O
old
/əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός;
NOUN: γέρος, γριά;
USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
once
/wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε;
USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
ones
/wʌn/ = USER: αυτά, αυτοί, αυτές, αυτά που, αυτούς
GT
GD
C
H
L
M
O
ongoing
/process/ = USER: συνεχιζόμενες, εξελίξει, συνεχιζόμενη, εξέλιξη, συνεχή
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
open
/ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής;
VERB: ανοίγω, ανοίγομαι;
USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα
GT
GD
C
H
L
M
O
operation
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, επιχείρηση, πράξη
GT
GD
C
H
L
M
O
operations
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
optical
/ˈɒp.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: οπτικός;
USER: οπτικός, οπτική, οπτικών, οπτικό, οπτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
option
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: επιλογή, δυνατότητα, επιλογής, λύση, επιλογή για
GT
GD
C
H
L
M
O
options
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
orders
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
others
/ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
outputs
/ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν;
USER: έξοδοι, εξόδους, εκροές, αποτελέσματα, εξόδων
GT
GD
C
H
L
M
O
outs
/out/ = USER: outs, άουτ, τρόποι, οι τρόποι
GT
GD
C
H
L
M
O
outsider
/ˌaʊtˈsaɪ.dər/ = ADJECTIVE: ξένος, αμύητος;
NOUN: εκτός του κατεστημένου κύκλου;
USER: ξένος, αουτσάιντερ, ξένο, outsider, παρείσακτη
GT
GD
C
H
L
M
O
overall
/ˌəʊ.vəˈrɔːl/ = ADJECTIVE: ολικός;
ADVERB: ολοσχερώς, πέρα πέρα;
USER: συνολική, συνολικά, συνολικό, συνολικής, γενική
GT
GD
C
H
L
M
O
overview
/ˈəʊ.və.vjuː/ = USER: Επισκόπηση, Γενικά, σας Γενικά, γενικές πληροφορίες, ανασκόπηση
GT
GD
C
H
L
M
O
packing
/ˈpæk.ɪŋ/ = NOUN: συσκευασία, πακετάρισμα, στοίβαγμα;
USER: συσκευασία, πακετάρισμα, συσκευασίας, τη συσκευασία, συσκευασίες
GT
GD
C
H
L
M
O
parent
/ˈpeə.rənt/ = NOUN: μητρική εταιρεία, γονεύς, πηγή;
USER: μητρική εταιρεία, μητρική, μητρικής, γονέα, γονέας
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
particular
/pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος;
NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα;
USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το
GT
GD
C
H
L
M
O
parts
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρη, ανταλλακτικά, τμήματα, εξαρτημάτων, τα μέρη
GT
GD
C
H
L
M
O
passed
/pɑːs/ = VERB: περνώ, διαβαίνω, υπερβαίνω, επιψηφίζω;
USER: πέρασε, περάσει, πέρασαν, διέρχεται, ψηφίστηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
peculiar
/pɪˈkjuː.li.ər/ = ADJECTIVE: ιδιόρρυθμος, ιδιόμορφος, παράξενος, αξιοπερίεργος, ιδιάζων;
USER: ιδιόρρυθμος, περίεργη, ιδιόμορφο, ιδιόμορφη, περίεργο
GT
GD
C
H
L
M
O
perspective
/pəˈspek.tɪv/ = NOUN: προοπτική, άποψη;
ADJECTIVE: προοπτικός;
USER: προοπτική, άποψη, προοπτικών, προοπτικές, προοπτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
physically
/ˈfɪz.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: φυσικώς, σωματικώς;
USER: φυσικώς, σωματικώς, σωματικά, φυσικά, φυσική
GT
GD
C
H
L
M
O
pickup
/ˈpɪk.ʌp/ = NOUN: επιτάχυνση, βελτίωση, τυχαία συνάντηση, μάζεμα;
USER: pickup, Παραλαβή, παραλαβής, Παραλαβή από, Μαγνήτης
GT
GD
C
H
L
M
O
pierre
/ˈpɪə.sɪŋ/ = USER: pierre, Πιέρ, Πιερ, Ο Pierre, τον Pierre,
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
planning
/ˈplæn.ɪŋ/ = NOUN: σχεδίαση, σχεδίασμα;
USER: σχεδιασμό, προγραμματισμό, τον προγραμματισμό, σχεδιασμού, σχεδιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
play
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
point
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου
GT
GD
C
H
L
M
O
poor
/pɔːr/ = ADJECTIVE: φτωχός, πτωχός, κακομοίρης, ταλαίπωρος;
USER: φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
GT
GD
C
H
L
M
O
pop
/pɒp/ = NOUN: κρότος;
VERB: σαλτάρω;
USER: pop, ποπ, πεταχτεί, σκάσει, εμφανιστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
pouch
/paʊtʃ/ = NOUN: σακούλα, σακκίδιο;
VERB: σακουλιάζω;
USER: σακούλα, θήκη, θύλακα, σάκο, σακκουλάκι
GT
GD
C
H
L
M
O
powerful
/ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά
GT
GD
C
H
L
M
O
prepared
/prɪˈpeəd/ = ADJECTIVE: έτοιμος;
USER: έτοιμος, παρασκευάζονται, παρασκευάζεται, παρασκευάστηκε, παρασκευασθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
presentation
/ˌprez.ənˈteɪ.ʃən/ = NOUN: παρουσίαση, παράσταση, προσαγωγή, προσφορά;
USER: παρουσίαση, παρουσίασης, την παρουσίαση, υποβολή, προσκόμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
previous
/ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός;
USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
price
/praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο;
VERB: τιμώ, διατιμώ;
USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών
GT
GD
C
H
L
M
O
primary
/ˈpraɪ.mə.ri/ = ADJECTIVE: πρωταρχικός, βασικός, πρώτος, αρχικός, στοιχειώδης;
USER: πρωταρχικός, βασικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωτοβάθμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
processes
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
processing
/ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι;
USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
production
/prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση;
USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
promotes
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: προωθεί, προάγει, προωθεί την, προάγει την, προωθεί τη
GT
GD
C
H
L
M
O
provides
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
punch
/pʌntʃ/ = NOUN: γροθιά, μπουνιά, ποντς, μπουνταλάς, τρυπητήριο;
VERB: γρονθοκοπώ, τρυπώ;
USER: γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, punch, στιγέα
GT
GD
C
H
L
M
O
purchase
/ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο;
VERB: αγοράζω, ψωνίζω;
USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
purchased
/ˈpɜː.tʃəs/ = VERB: αγοράζω, ψωνίζω;
USER: αγοραστεί, αγόρασε, αγοράζονται, αγοράστηκε, αγοράστηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
purchasing
/ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός;
USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική
GT
GD
C
H
L
M
O
push
/pʊʃ/ = NOUN: ώθηση, επιμονή;
VERB: σπρώχνω, ωθώ, ζορίζω;
USER: ώθηση, ωθήσει, πιέστε, σπρώξτε, προωθήσει, προωθήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
putting
/ˌɒfˈpʊt.ɪŋ/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: βάζοντας, θέτοντας, θέση, τοποθέτηση, τη θέση, τη θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
quotation
/kwəʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: προσφορά, απόσπασμα, τιμή, παραπομπή, προσφορά τιμής, εδάφιο;
USER: προσφορά, απόσπασμα, τιμή, εισαγωγικά, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
quotes
/kwōt/ = USER: αποσπάσματα, εισαγωγικά, Τιμές, προσφορές, μετοχής
GT
GD
C
H
L
M
O
rather
/ˈrɑː.ðər/ = ADVERB: μάλλον, κάπως, προτιμότερο, κάλλιο;
USER: μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά
GT
GD
C
H
L
M
O
raw
/rɔː/ = ADJECTIVE: ακατέργαστος, ωμός, άωρος, άξεστος, άψητος;
USER: ακατέργαστος, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστης, πρώτης
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
reach
/riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση;
VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι;
USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
reaching
/rēCH/ = VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι;
USER: φτάνοντας, φθάνοντας, επίτευξη, φθάνοντας τα, την επίτευξη
GT
GD
C
H
L
M
O
reason
/ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα;
VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω;
USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για
GT
GD
C
H
L
M
O
rebuild
/ˌriːˈbɪld/ = VERB: ανοικοδομώ, κτίζω πάλι;
USER: ανοικοδόμηση, ξαναχτίσουν, την ανοικοδόμηση, ανοικοδομήσουν, ανακατασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
recommendation
/ˌrek.ə.menˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: σύσταση, ευχή, προτέρημα;
USER: σύσταση, σύστασης, σύστασή, σύσταση του, συστάσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
record
/rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου;
VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω;
USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
red
/red/ = ADJECTIVE: κόκκινος, ερυθρός;
USER: κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινες, κόκκινες
GT
GD
C
H
L
M
O
reference
/ˈref.ər.əns/ = NOUN: αναφορά, παραπομπή, μνεία, σχέση, σύσταση, πληροφορία;
USER: αναφορά, παραπομπή, μνεία, αναφοράς, αναφοράς που, αναφοράς που
GT
GD
C
H
L
M
O
referenced
/ˈrefərəns/ = USER: αναφερόμενο, αναφέρεται, αναφέρονται, αναφορά, που αναφέρεται
GT
GD
C
H
L
M
O
refresh
/rɪˈfreʃ/ = VERB: φρεσκάρω, ανανεώνω, αναζωογονώ, δροσίζω;
USER: φρεσκάρω, Refresh, ανανέωσης, Ανανέωση, ανανεώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
refreshed
/rɪˈfreʃt/ = ADJECTIVE: ξεκούραστος;
USER: ξεκούραστος, ανανεωμένοι, ανανεωμένο, ανανεωμένη, ανανεώνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
relevant
/ˈrel.ə.vənt/ = ADJECTIVE: σχετικός, πρέπων;
USER: σχετικές, σχετική, σχετικών, σχετικά, σχετικό
GT
GD
C
H
L
M
O
remove
/rɪˈmuːv/ = VERB: αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, μετακινώ, μεταφέρω, μετακομίζω, μεταθέτω, προάγομαι;
USER: αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, καταργήσετε, απομάκρυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
replace
/rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ;
USER: αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικαθιστούν, αντικατάσταση, αντικαταστήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
replaced
/rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ;
USER: αντικαθίσταται, αντικαθίστανται, αντικαταστάθηκε, αντικατασταθεί, αντικατασταθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
replacement
/rɪˈpleɪs.mənt/ = NOUN: αντικατάσταση, αναπλήρωση;
USER: αντικατάσταση, αντικατάστασης, υποκατάστασης, ανταλλακτική, την αντικατάσταση
GT
GD
C
H
L
M
O
replacing
/rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ;
USER: αντικαθιστώντας, αντικατάσταση, αντικαθιστά, την αντικατάσταση, αντικατάσταση του
GT
GD
C
H
L
M
O
report
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
requests
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
require
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
required
/rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
requirement
/rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία;
USER: απαίτηση, υποχρέωση, προϋπόθεση, απαίτησης, απαιτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
requirements
/rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία;
USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές
GT
GD
C
H
L
M
O
rest
/rest/ = NOUN: υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυση, ηρεμία, στήριγμα, παύση, ανάπαυλα;
VERB: αναπαύομαι, ξεκουράζω, στηρίζομαι, αναπαύω, στηρίζω;
USER: ανάπαυση, υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυσης, υπόλοιπη
GT
GD
C
H
L
M
O
revise
/rɪˈvaɪz/ = VERB: αναθεωρώ, υβρίζω, ονειδίζω;
USER: αναθεωρήσει, αναθεωρήσουν, αναθεώρηση, να αναθεωρήσει, αναθεωρεί, αναθεωρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
revision
/rɪˈvɪʒ.ən/ = NOUN: αναθεώρηση, διασκευή;
USER: αναθεώρηση, αναθεώρησης, την αναθεώρηση, επανεξέταση, αναθεώρησή, αναθεώρησή
GT
GD
C
H
L
M
O
right
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος;
ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
rooting
/ruːt/ = VERB: ριζώ, ριζούμαι, επευφημώ, ριζώνω;
USER: ριζοβολία, ριζοβολίας, ριζώματος, ξερίζωμα, ριζών
GT
GD
C
H
L
M
O
run
/rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος;
VERB: τρέχω, ρέω;
USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε
GT
GD
C
H
L
M
O
running
/ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων;
ADJECTIVE: τρεχάτος;
USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safety
/ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά;
ADJECTIVE: ασφαλής;
USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
sales
/seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
sap
/sæp/ = NOUN: χυμός δέντρου, υπόνομος;
VERB: υποσκάπτω, υπονομεύω;
USER: SAP, σφρίγος, χυμός, ΔΣΣ, το SAP
GT
GD
C
H
L
M
O
save
/seɪv/ = PREPOSITION: εκτός;
VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
scenario
/sɪˈnɑː.ri.əʊ/ = NOUN: σενάριο, υπόθεση κηνιματογραφικού έργου;
USER: σενάριο, το σενάριο, σεναρίου, σεναρίων
GT
GD
C
H
L
M
O
scenarios
/sɪˈnɑː.ri.əʊ/ = NOUN: σενάριο, υπόθεση κηνιματογραφικού έργου;
USER: σενάρια, σεναρίων, τα σενάρια, σενάρια που
GT
GD
C
H
L
M
O
screen
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω;
USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο
GT
GD
C
H
L
M
O
search
/sɜːtʃ/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο;
VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ;
USER: αναζήτηση, Αναζητήστε, αναζητήσετε, αναζήτησης, ψάξετε
GT
GD
C
H
L
M
O
searched
/sɜːtʃ/ = VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ;
USER: αναζήτηση, έψαξε, αναζητηθεί, αναζητηθούν, ψάξει
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
select
/sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
selected
/sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλέγονται, επιλέγεται, επιλεγμένο, επιλεγεί, επιλεγμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
sessions
/ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος;
USER: συνεδρίες, συνεδριάσεις, συνεδριών, συνόδων, συνόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
setting
/ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος;
USER: ρύθμιση, τον καθορισμό, τη, καθορισμό, τη ρύθμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
shelf
/ʃelf/ = NOUN: ράφι, υφαλοκρηπίδα, εταζέρα, ύφαλος;
USER: ράφι, υφαλοκρηπίδα, ζωής, ραφιού, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
shipped
/ʃɪp/ = VERB: επιβιβάζω, φορτώνω, αποστέλλω;
USER: αποστέλλονται, αποστολή, που αποστέλλονται, απεστάλησαν, αποσταλεί
GT
GD
C
H
L
M
O
shock
/ʃɒk/ = NOUN: σοκ, δόνηση, τίναγμα, αιφνίδια ταραχή, πήδημα, αιφνίδια προσβολή, συγκλονισμός, θημωνιά, σωρός τρίχων;
VERB: τινάσσω, προσβάλλω, ταράσσω;
USER: σοκ, κραδασμών, καταπληξία, shock, κλονισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
shown
/ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει
GT
GD
C
H
L
M
O
sick
/sɪk/ = ADJECTIVE: άρρωστος, ασθενής;
NOUN: ημικρανία;
USER: άρρωστος, άρρωστοι, άρρωστο, άρρωστα, ασθενών
GT
GD
C
H
L
M
O
simple
/ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής;
NOUN: απλούς;
USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά
GT
GD
C
H
L
M
O
simplify
/ˈsɪm.plɪ.faɪ/ = VERB: απλοποιώ;
USER: απλούστευση, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
simply
/ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα;
USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή
GT
GD
C
H
L
M
O
slights
/slaɪt/ = NOUN: παραμέληση, παράβλεψη;
VERB: αψηφώ, παραβλέπω, παραμελώ, προσβάλλω;
USER: slights, προσβολές, εξέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
solution
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
something
/ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι;
USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για
GT
GD
C
H
L
M
O
sort
/sɔːt/ = NOUN: είδος;
VERB: ταξινομώ, διαλέγω;
USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
specialist
/ˈspeʃ.əl.ɪst/ = NOUN: ειδικός;
USER: ειδικός, ειδικό, εξειδικευμένη, εξειδικευμένων, εξειδικευμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
specifically
/spəˈsɪf.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: ειδικά, ειδικώς, ορισμένως;
USER: ειδικά, ειδικώς, συγκεκριμένα, ειδικότερα, ιδίως, ιδίως
GT
GD
C
H
L
M
O
specification
/ˌspes.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: προσδιορισμός, διασάφηση, λεπτομέρεια, λεπτομερής όρος;
USER: προσδιορισμός, προδιαγραφές, προδιαγραφή, προδιαγραφών, περιγραφή
GT
GD
C
H
L
M
O
specifics
/spəˈsɪf.ɪks/ = USER: λεπτομέρειες, ιδιαιτερότητες, τις ιδιαιτερότητες, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, λεπτομέρειες για
GT
GD
C
H
L
M
O
stand
/stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα;
VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι;
USER: στάση, σταθεί, ξεχωρίζουν, ηρεμία, να σταθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
standard
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο;
ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος;
USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
starting
/stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα;
ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων;
USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
steps
/step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα;
VERB: πατώ, βηματίζω;
USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
sterilization
/ˌster.ɪ.laɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: αποστείρωση, στείρωση;
USER: αποστείρωση, αποστείρωσης, την αποστείρωση, αποστειρώσεως, στείρωση,
GT
GD
C
H
L
M
O
stock
/stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο;
VERB: εφοδιάζω;
ADJECTIVE: έτοιμος;
USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της
GT
GD
C
H
L
M
O
structural
/ˈstrəkCHərəl/ = ADJECTIVE: κατασκευαστικός, οικοδομικός;
USER: διαρθρωτική, δομική, διαρθρωτικά, διαρθρωτικές, διαρθρωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
structure
/ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή;
USER: δομή, κατασκευή, δομής, διάρθρωση, διάρθρωσης, διάρθρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
structures
/ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή;
USER: δομές, δομών, κατασκευές, των δομών, τις δομές, τις δομές
GT
GD
C
H
L
M
O
stuff
/stʌf/ = NOUN: υλικό, ύλη, ανοησίες, ύφασμα, πανί;
VERB: παραγεμίζω, βαλσαμώνω, γεμίζω;
ADJECTIVE: άχρηστος;
USER: υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, stuff, stuff
GT
GD
C
H
L
M
O
subassemblies
/ˌsəbəˈsemblē/ = USER: υποσυγκροτημάτων, υποσύνολα, συγκροτημάτων, συναρμολογημένων μερών, των συναρμολογημένων μερών
GT
GD
C
H
L
M
O
subassembly
/ˌsəbəˈsemblē/ = USER: υποσύνολο, υποσυστήματος, υποσύστημα, υποσυνόλου, υποσυγκρότημα
GT
GD
C
H
L
M
O
substantial
/səbˈstæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης, ουσιαστικός, χορταστικός;
USER: ουσιώδης, ουσιαστικός, σημαντική, ουσιαστική, σημαντικό
GT
GD
C
H
L
M
O
substitute
/ˈsʌb.stɪ.tjuːt/ = NOUN: υποκατάστατο, αντικαταστάτης, αναπληρωτής;
VERB: αντικαθιστώ, υποκαθιστώ;
ADJECTIVE: υποκατάστατος;
USER: υποκατάστατο, υποκαταστήσει, αντικαταστήσει, υποκαθιστά, υποκαταστήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
substituted
/ˈsʌb.stɪ.tjuːt/ = VERB: αντικαθιστώ, υποκαθιστώ;
USER: υποκατασταθεί, υποκαθίσταται, υποκατεστημένο, υποκατεστημένη, αντικαθίσταται
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
suggested
/səˈdʒest/ = VERB: προτείνω, εισηγούμαι, υποδηλώνω, υπαινίσομαι;
USER: πρότειναν, προτεινόμενες, πρότεινε, προτείνεται, προτείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
suggestion
/səˈdʒes.tʃən/ = NOUN: πρόταση, υπόδειξη, εισήγηση, υποβολή, υπαινιγμός;
USER: πρόταση, εισήγηση, υπόδειξη, πρότασή, την πρόταση
GT
GD
C
H
L
M
O
summarizes
/ˈsʌm.ər.aɪz/ = VERB: συνοψίζω;
USER: συνοψίζει, συνοψίζονται, συνοπτικά, συνοψίζει τα, συνοψίζει τις
GT
GD
C
H
L
M
O
sup
/səp/ = NOUN: γουλιά;
VERB: δίνω δείπνο, δειπνώ;
USER: sup, υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
super
/ˈsuː.pər/ = ADJECTIVE: σούπερ, έξοχος;
NOUN: επιστάτης κτίριου, χάρμα;
USER: σούπερ, έξοχος, super, υπερ, έξοχο
GT
GD
C
H
L
M
O
supersede
/ˌsuː.pəˈsiːd/ = VERB: αντικαθιστώ, υπεισέρχομαι, αχρηστεύω;
USER: υπερισχύουν, αντικαθιστούν, αντικαταστήσει, υπερέχουν, αντικαθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
superseded
/ˌso͞opərˈsēd/ = VERB: αντικαθιστώ, υπεισέρχομαι, αχρηστεύω;
USER: αντικατασταθέντος, αντικατασταθεί, αντικατασταθέν, αντικαταστάθηκε, αντικατέστησε
GT
GD
C
H
L
M
O
superseding
/ˌso͞opərˈsēd/ = USER: εκτόπιση, ξεπέρασμα, υπερισχύουσας, υπερι- σχύουσας,
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
supports
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστηρίζει, στηρίζει, υποστηρίζει την, υποστηρίζει τη, υποστηρίζει τις
GT
GD
C
H
L
M
O
switch
/swɪtʃ/ = NOUN: διακόπτης, αλλαγή, διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων, κινητοί συνδετικοί ράβδοι σιδηροδρόμου, μαστίγιο, συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων, λεπτή ράβδος, βέργα;
VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση;
USER: αλλαγή, διακόπτης, μεταβείτε, εναλλαγή, στραφούν
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
tab
/tæb/ = NOUN: πουκάμισο με κοντά μανίκια, κοντομάνικη μπλούζα;
USER: καρτέλα, Στην καρτέλα, tab, καρτέλας, tab για
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
taking
/tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη;
ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων;
USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
talk
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
talking
/ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια;
ADJECTIVE: ομιλών;
USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
template
/ˈtem.pleɪt/ = NOUN: περίγραμμα, υποστήριγμα δόκου;
USER: περίγραμμα, πρότυπο, προτύπου, υπόδειγμα, template
GT
GD
C
H
L
M
O
th
/ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
thanks
/θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες;
USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
thats
/ðæt/ = USER: thats που
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
thing
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα
GT
GD
C
H
L
M
O
think
/θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι;
USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
times
/taɪmz/ = NOUN: φορές;
USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
together
/təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα;
USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό
GT
GD
C
H
L
M
O
too
/tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ;
USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
tools
/tuːl/ = NOUN: εργαλεία;
USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία
GT
GD
C
H
L
M
O
top
/tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα;
ADJECTIVE: ανώτατος;
VERB: σκεπάζω, υπερβάλω;
USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή
GT
GD
C
H
L
M
O
topic
/ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα;
USER: θέμα, θέματος, το θέμα, Θ.Ενότητας, topic
GT
GD
C
H
L
M
O
traceability
/ˌtiːkjuːˈem/ = USER: ιχνηλασιμότητα, ανιχνευσιμότητα, ιχνηλασιμότητας, την ιχνηλασιμότητα, ανιχνευσιμότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
track
/træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος;
VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
tracked
/træk/ = VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: παρακολουθούνται, ερπυστριοφόρα, παρακολουθείται, ερπυστριοφόροι, ερπυστριοφόρος
GT
GD
C
H
L
M
O
transcript
/ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο;
USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
trip
/trɪp/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, περιοδεία, παραπάτημα;
VERB: σκοντάπτω, βαδίζω ελαφρώς, κάνω κάποιον να σκοντάψει;
USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, Εκδρομή
GT
GD
C
H
L
M
O
triple
/ˈtrɪp.l̩/ = ADJECTIVE: τριπλός, τρίπλαστος;
NOUN: τριπλούς;
VERB: τριπλασιάζω;
USER: τριπλός, τριπλούς, τρίκλινα, τριπλή, τριπλό
GT
GD
C
H
L
M
O
turn
/tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος;
VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω;
USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
types
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους
GT
GD
C
H
L
M
O
typical
/ˈtɪp.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τυπικός, χαρακτηριστικός;
USER: τυπικός, χαρακτηριστικός, τυπικό, τυπική, τυπικά, τυπικά
GT
GD
C
H
L
M
O
typically
/ˈtɪp.ɪ.kəl.i/ = USER: τυπικά, συνήθως, κατά κανόνα, κανόνα, τυπικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
uh
/ɜː/ = USER: εεε, uh, εε, εμ, χμ
GT
GD
C
H
L
M
O
underlying
/ˌəndərˈlī/ = ADJECTIVE: βασικός, βαθύτερος, κειμένος υποκάτω;
USER: υποκείμενες, διέπουν, υποκειμένων, στηρίζεται, βασίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
underneath
/ˌʌn.dəˈniːθ/ = PREPOSITION: κάτω από;
ADVERB: υποκάτω;
USER: κάτω από, κάτω, από κάτω, κάτω από το
GT
GD
C
H
L
M
O
unique
/jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος;
USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές
GT
GD
C
H
L
M
O
unit
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
until
/ənˈtɪl/ = PREPOSITION: μέχρι, έως, ίσαμε;
CONJUNCTION: ώσπου, ότου;
USER: μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι τις, μέχρι να, μέχρι να
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
update
/ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω;
USER: ενημέρωση, ενημερώσετε, ενημερώνει, ενημερώνουν, επικαιροποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
updated
/ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω;
USER: ενημέρωση, επικαιροποιημένο, ενημερωμένο, ενημερώνεται, ενημερώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
updates
/ʌpˈdeɪt/ = USER: ενημερώσεις, ενημερώσεων, ανανεώσεις, ενημέρωση, ενημερωμένες εκδόσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
uses
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
valid
/ˈvæl.ɪd/ = ADJECTIVE: έγκυρος, βάσιμος, ισχύων;
USER: έγκυρος, έγκυρη, ισχύει, ισχύουν, έγκυρο
GT
GD
C
H
L
M
O
validity
/ˈvæl.ɪd/ = NOUN: κύρος, εγκυρότητα;
USER: εγκυρότητα, κύρος, ισχύος, ισχύ, ισχύς
GT
GD
C
H
L
M
O
various
/ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους;
USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
version
/ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση;
USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
video
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
ADJECTIVE: τηλεοπτικός;
USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
view
/vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός;
VERB: βλέπω, θεωρώ;
USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
warnings
/ˈwɔː.nɪŋ/ = NOUN: προειδοποίηση, παραγγελία;
USER: προειδοποιήσεις, προειδοποιήσεων, τις προειδοποιήσεις, προειδοποιήσεις που, προειδοποιήσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
ways
/-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
week
/wiːk/ = NOUN: εβδομάδα;
USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
whether
/ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε;
USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
whole
/həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο;
ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος;
USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
windchill
/ˈwɪnd.tʃɪl/ = USER: Δείκτης Ψυχρότητας,
GT
GD
C
H
L
M
O
windscreen
/ˈwɪnd.skriːn/ = NOUN: παρμπρίζ;
USER: παρμπρίζ, αλεξήνεμο, αλεξήνεμου, αλεξηνέμου, ανεμοθώρακα
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
won
/wʌn/ = NOUN: γουόν;
USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
write
/raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω;
USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει
GT
GD
C
H
L
M
O
wrong
/rɒŋ/ = NOUN: κακό, άδικο, λανθασμένος, αδίκημα;
ADJECTIVE: εσφαλμένος, άδικος;
VERB: αδικώ;
USER: λανθασμένος, κακό, εσφαλμένος, άδικο, λάθος, λάθος
GT
GD
C
H
L
M
O
x
/eks/ = USER: x, χ, x Πρώτα, x Πρώτα τα, το Χ
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
GT
GD
C
H
L
M
O
yours
/jɔːz/ = PRONOUN: δικό σου, δικός σας, δικός σου, υμέτερος;
USER: δικό σου, δικός σας, δικός σου, δική σας, δικά σας
649 words